
Μετά από δυο βδομάδες έφτασε η στιγμή να μπει ένα τέλος στην διαδικτυακή επικοινωνία και να έρθει η ώρα της πραγματικής συνάντησης. Όλες αυτές τις μέρες ανέβαλα την συνάντηση με προφάσεις μόνο και μόνο για να εμπεδώσω τον πόθο του, να κάνω πιο δυνατή την φαντασία του. Με παραξένευε το γεγονός ότι δεν ζήτησε να δει το πρόσωπο μου άλλα δεν τον έσπρωχνα να ζητήσει φωτογραφία. Φαινόταν ότι δεν είχε έντονη την απορία να με δει στο πρόσωπο, είτε γιατί τα υπόλοιπα του έφταναν και δεν τον ενδιαφέρει η φάτσα είτε γιατί είχε την εντύπωση ότι είχε ήδη δει το πρόσωπο μου. Ότι και να ταν μου ήταν αδιάφορο.
Προγραμματίσαμε συνάντηση στο κέντρο της πόλης, ελάχιστα λεπτά απ το σπίτι μου, στην πηγή των θειούχων και ιαματικών νερών απ όπου τα ψηλά κοινωνικά στρώματα προηγούμενων εποχών έρχονταν να πιουν και να κάνουν τα θεραπευτικά τους μπάνια. Πήγα μέχρι ένα σημείο με το αυτοκίνητο γιατί ο Κυπραίος μέσα μου δεν έχει πεθάνει και πάω έστω και πενήντα μέτρα με το αυτοκίνητο και την υπόλοιπη απόσταση την έκανα με τα πόδια. Φορούσα μια χακί βερμούδα, σνικερς, ένα χαλαρό μπλουζάκι που άφηνε όμως το γυμνασμένο μου σώμα να διακρίνεται χωρίς αμφιβολία σε τόνους του μπλε όπως τα σνικερς και μαύρο γυαλί Αρμάνι του ήλιου, σχέδιο δεκαετίας πενήντα με εξήντα. Ένιωθα κάπως αλλά προσπάθησα να πάρω ύφος άνετου και προ πάντων με την βεβαιότητα της εκδίκησης. Αν δεν πετύχαινε το πείραμα θα έπαιρνα εκδίκηση με το να του πω τον λόγο της φάσης και αν πετύχαινε τότε θα είχα μια ικανοποίηση του εγωισμού μου. Ότι και να γινόταν θα ήμουν κερδισμένος στο παιγνίδι του εγωισμού και της γκέι εγκεφαλικής μαλακίας.