Αναγνώστες

Σάββατο 24 Ιουλίου 2010

Το Ξυλάγγουρο (3)

(Η φωτογραφία είναι αφίερωση στον Κυπρολέων που τον επιάσαν τα κλάματα μες το αεροπλάνο)

Μετά από δυο βδομάδες έφτασε η στιγμή να μπει ένα τέλος στην διαδικτυακή επικοινωνία και να έρθει η ώρα της πραγματικής συνάντησης. Όλες αυτές τις μέρες ανέβαλα την συνάντηση με προφάσεις μόνο και μόνο για να εμπεδώσω τον πόθο του, να κάνω πιο δυνατή την φαντασία του. Με παραξένευε το γεγονός ότι δεν ζήτησε να δει το πρόσωπο μου άλλα δεν τον έσπρωχνα να ζητήσει φωτογραφία. Φαινόταν ότι δεν είχε έντονη την απορία να με δει στο πρόσωπο, είτε γιατί τα υπόλοιπα του έφταναν και δεν τον ενδιαφέρει η φάτσα είτε γιατί είχε την εντύπωση ότι είχε ήδη δει το πρόσωπο μου. Ότι και να ταν μου ήταν αδιάφορο.

Προγραμματίσαμε συνάντηση στο κέντρο της πόλης, ελάχιστα λεπτά απ το σπίτι μου, στην πηγή των θειούχων και ιαματικών νερών απ όπου τα ψηλά κοινωνικά στρώματα προηγούμενων εποχών έρχονταν να πιουν και να κάνουν τα θεραπευτικά τους μπάνια. Πήγα μέχρι ένα σημείο με το αυτοκίνητο γιατί ο Κυπραίος μέσα μου δεν έχει πεθάνει και πάω έστω και πενήντα μέτρα με το αυτοκίνητο και την υπόλοιπη απόσταση την έκανα με τα πόδια. Φορούσα μια χακί βερμούδα, σνικερς, ένα χαλαρό μπλουζάκι που άφηνε όμως το γυμνασμένο μου σώμα να διακρίνεται χωρίς αμφιβολία σε τόνους του μπλε όπως τα σνικερς και μαύρο γυαλί Αρμάνι του ήλιου, σχέδιο δεκαετίας πενήντα με εξήντα. Ένιωθα κάπως αλλά προσπάθησα να πάρω ύφος άνετου και προ πάντων με την βεβαιότητα της εκδίκησης. Αν δεν πετύχαινε το πείραμα θα έπαιρνα εκδίκηση με το να του πω τον λόγο της φάσης και αν πετύχαινε τότε θα είχα μια ικανοποίηση του εγωισμού μου. Ότι και να γινόταν θα ήμουν κερδισμένος στο παιγνίδι του εγωισμού και της γκέι εγκεφαλικής μαλακίας.


Καθόταν στα σκαλοπάτια του νεοκλασικού κτιρίου που περιέκλειε τα ιαματικά νερά και με περίμενε. Τον είδα από μακρυά και αναρωτήθηκα προς στιγμή τι ήθελα βασικά απ αυτόν. Είχε ύφος ενός ακόμα ανθρώπου, απλού, αφανούς, ασήμαντου. Ακόμα ένα φτωχαδάκι στα τόσα άλλα, ακόμα ένας σαν κι εμένα. Τι στο καλό ήθελα σε τελευταία ανάλυση; Δεν ήμουν σίγουρος τι ήθελα. Αλλά αυτή ήταν κι όλη μου η αναζήτηση: να ανακαλύψω τι ήθελα απ τη ζωή μου, απ την καθημερινότητα μου, απ το μέλλον, αν είχα ένα κάποιο μέλλον. Άρα δεν ήταν η σωστή στιγμή να με ρωτήσω τι ήθελα. Άφησα τις βαθυστόχαστες σκέψεις για μια άλλη στιγμή και προχώρησα, άνετος, χαμογελώντας και τον χαιρέτισα.

Αν το σαγόνι του ήταν σαν του Αλαντίν θα είχε πέσει εφτά φορές στο έδαφος και πίσω. Με ρώτησε έκπληκτος τι έκανα εκεί. Του απάντησα εξηγώντας του ποιος ήμουν. Έμεινε αποσβολωμένος. Του ήταν απίστευτο. Με ρώτησε ξανά τον λόγο. Ήμουν όμως ήδη απογοητευμένος από την αντίδραση του. Δεν ήξερα τι περίμενα και τι δεν περίμενα. Κάπου υποψιαζόμουν ότι θα αντιδρούσε με απογοήτευση για να πω το ελάχιστο άλλα και κάπου έλπιζα για κάτι διαφορετικό. Του εξήγησα τους λόγους. Με άκουσε προσεκτικά κοκκινίζοντας από κάποια ντροπή. Είχα δίκιο. Όση ανωνυμία και ευκαιρία για ξέσπασμα δίνει το ίντερνετ δεν συμπεριφέρεται κάποιος έτσι ακόμα και σε μια γνωριμία της στιγμής. Ιδιαίτερα όταν με αυτή την γνωριμία μοιράστηκες και τα υγρά σου. Πες ένα αντίο ειρηνικό, πες δεν ταιριάξαμε άλλα ήταν όμορφα που σε γνώρισα, βρες μια μαλακία να πεις άλλα όχι κρύο λουτρό μετά το μπαϊράμι. Όχι με τον Γκρηκστόρης στην μετά-Σσιάτς-περίοδο.

Προχωρήσαμε για λίγο μαζί προς το αυτοκίνητο. Αφού ξεκαθαρίστηκε το παρελθόν του έδωσα το πράσινο να φύγει. Πήρα την εκδίκηση μου και φάνηκε ότι είχε εκτόπισμα. Ικανοποιήθηκα και δεν απαιτούσα περισσότερα, τα έλπιζα άλλα χωρίς προσμονή. Πήγα να τον αποχαιρετίσω και με κοίταξε απορημένος. Τον κοίταξα περισσότερο απορημένος πίσω.

– Τι θα φύγεις τώρα; με ρώτησε
– Ναι, τι να κάνω; Αφού κατάλαβα ότι δεν γουστάρεις να συνεχίσεις παρακάτω μαζί μου μετά το σημερινό.
– Δεν ήταν και ο καλύτερος τρόπος να γνωριστούμε αλλά τώρα είμαστε εδώ μαζί και νομίζω θα ήταν κάλο να κάναμε ότι καλύτερο γίνεται από την κατάσταση.
– Δηλαδή; ρώτησα με ακόμα πιο μεγάλη απορία στο πρόσωπο μου.
– Αφού είμαι που είμαι εδώ, δεν με καλείς για τον καφέ που λέγαμε στο σπίτι σου; είπε και χαμογέλασε διακριτικά πονηρά.
– Θες να πάμε σπίτι μου; ρώτησα χωρίς να πιστεύω τι είχα ακούσει να μου λέει.
– Ναι άμα θες κι εσύ γιατί όχι.

Προσπάθησα να μείνω κουλ, αλλά μόνο κουλ δεν ένιωθα. Αναρωτιόμουν που το έπαιρνε, που πήγαινε η φάση. Δεν πέρασε απ το μυαλό μου σοβαρά η πιθανότητα ότι θα ήθελε στα αλήθεια να ξαναπηδηχτεί μαζί μου. Μου είχε ταΐσει χυλοπίτα ιντερνετική και μόλις τον είχα μπουγελώσει. Ήταν εκτός πιθανοτήτων να κατέληγε αυτή η διακριτική μάχη στο κρεβάτι. Από την άλλη...υπάρχει πάντα η πρώτη φορά.

Πήγαμε στο σπίτι με το αυτοκίνητο. Τον έβλεπα κλεφτά με την άκρη του ματιού μου και δεν ήξερα τι να νιώσω. Σίγουρο ήταν ότι πηδούσα νοερά απ τον ενθουσιασμό μου. Και ίσως σύντομα να πηδούσε πάλι αυτός έμενα. Αποκορύφωση!

Του έκανα καφέ απ την De Longhi. Κάθισε στη μέση του τρία επί ενάμιση καναπέ (αυτός δεν ήταν καναπές που αγόρασα για το καινούργιο σπίτι, ήταν αεροδρόμιο) κι εγώ στην άκρη του αεροδιάδρομου. Κάναμε εξαναγκασμένη ψιλοκουβέντα, έχοντας παράλληλα άγχος για το τι θα ήταν η επόμενη πρόταση. Αναγνώρισα το ίδιο άγχος και σ αυτόν. Μιλήσαμε λίγο αόριστα, ρουφούσε τον καφέ του αμήχανα.

Άφησε το φλιτζάνι μια στιγμή αργότερα στο τραπέζι του καναπέ, άπλωσε το κορμί του στον υπόλοιπο καναπέ κι άρχισε να χαιδεύεται. Αυτό ήταν.
Μπαλαμουτιαστήκαμε με πάθος και μανία. Έμεινα έκπληκτος. Τον είχα ρουφήξει με τα μάτια και με το σώμα μου και δεν τον χόρταινα. Τελειώσαμε την φανταστική μας μάχη εξουθενωμένοι και τον είδα να χαμογελά, σχεδόν να γελά από ικανοποίηση. Είχα την ίδια αντίδραση γιατί τον ικανοποίησα. Σαν να ήταν ο σκοπός μου να τον ικανοποιήσω.

Γυμνοί στον καναπέ μιλήσαμε λίγο χαλαρά. Είχα τα υγρά και των δυο μας πάνω μου και για πρώτη φορά σε όλη μου την καριέρα δεν με ενοχλούσε. Ήμουν ικανοποιημένος. Τον έβαλα να μου υποσχεθεί ότι θα κρατήσουμε την επαφή έστω και χωρίς σεξ. Μου το υποσχέθηκε άλλα δεν ήξερα αν το πίστευα ή όχι. Μέτα από λίγο έφυγε με ένα γλυκό χαμόγελο για αντίο. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι τον ήθελα ξανά και ξανά και ξανά.

Πέρασαν από τότε δυο μήνες. Τον συναντώ σταθερά σε εβδομαδιαία βάση. Βρισκόμαστε πάντα με την πρόφαση του καφέ, μιλάμε για λίγο, καφέ δεν πίνουμε και πάντα μετά από λίγα λεπτά μου ρίχνει ένα γλυκό, πονηρό χαμόγελο κι αρχίζουμε το χαμούρεμα. Όταν τελειώνουμε τον πεθυμώ αμέσως. Αλλά κρατιέμαι μέχρι την επόμενη βδομάδα. Ο χρόνος που μεσολαβεί είναι στην αρχή άνετος άλλα όσο κοντεύουν οι μέρες γίνεται η ανυπομονησία μου αφόρητη. Όταν σβήνονται οι φωτιές μας γυρίζουν ξανά όλα πάλι απ την αρχή. Έλειπε για τέσσερις μέρες, στο διάστημα που έπρεπε να βρεθούμε. Να ταν οι ορμόνες μου, να ταν σύμπτωση, τρελάθηκα μέχρι να τον ξανασυναντήσω σήμερα. Τον σκεφτόμουν συνέχεια, και ήταν κουλό, τι ήθελα απ αυτόν;

Δεν περιμένω τίποτε περισσότερα απ αυτό που είναι άλλα θα ήθελα κάτι παραπάνω. Έχει όμως σύντροφο. Δεν μπορώ μα και δεν θέλω να μπω ανάμεσα τους. Κάποιες στιγμές σκέφτομαι ότι δεν με πειράζει να μπω ανάμεσα τους, δεν λυπάμαι τον άλλο ούτε και θέλω να σεβαστώ την σχέση τους. Και μετά νιώθω ντροπή που κάνω αυτές τις σκέψεις και τις διώχνω μακριά μου σαν ανώριμες και παιδιάστικες που είναι. Με φτάνει η βδομαδιαία στιγμή μαζί του. Ούτως η άλλως δεν είμαι έτοιμος για σχέση ακόμα κι ούτε ξέρω αν θα είμαι σύντομα η ξανά ποτέ έτοιμος για σχέση. Ο Σσιάτς ζει έντονα μέσα μου κάθε στιγμή της μέρας. Η ανάμνηση του, η ύπαρξη του στην ψυχή μου είναι αναμφίβολη. Ποιος θα μπορέσει ποτέ να ανταγωνιστεί αυτή την έντονη παρουσία στον εσωτερικό μου κόσμο; Καλό είναι και το Ξυλάγγουρο έτσι όπως είναι τώρα.

Μόλις έφυγα από κοντά του. Δεν έκανα καν ντους, έτσι για να τον νιώθω ακόμα παντού, κρατάει η γεύση του μέχρι την άλλη βδομάδα. Έστω και με ντους σε λίγο.

3 σχόλια:

apparos είπε...

welcome back ;)

Greekstories είπε...

Thanks man:)
Pos ise?

apparos είπε...

όπως τζαι εσύ, πολλά καλλίτερα :D
θα είσαι καθόλου Κύπρο τούτο το καλοκαίρι;