
Διάθεση τότε: Αστα να πάνε
Διάθεση τώρα: Γάμησε τα
(Συνέχεια απο το "Η κάθοδος του Ορφέα (2)")
Αν ήταν όνειρο η εφιάλτης δεν ήμουν σίγουρος. Ένιωθα παράλληλα απελευθερωμένος και ένοχος. Αν και η παραπομπή του στην ψυχιατρική ήταν αυτό που έλπιζα και πάλευα, δεν μπορούσα να απομακρύνω τις σκέψεις μου απ’ αυτόν. Ο λίγος χρόνος που πέρασα στο σπίτι μόνος μου έκανε πολύ καλό. Αλλά δυστυχώς ήταν πολύ λίγος…
Την επόμενη, Σάββατο μεσημέρι, ήμουν μόνος στο σπίτι και έβλεπα τηλεόραση. Είχα έρθει πίσω από το γυμναστήριο, καθάρισα από γωνιάς το σπίτι, όλα έλαμπαν σαν τον παράδεισο που δεν γνώρισα ποτέ και άρχισα να απολαμβάνω δειλά την εσωτερική ηρεμία που άρχισε σιγά να διέπει το είναι μου.
Ξαφνικά άρχισε ο Μπένυ, ο μποξέρ/δαλματικός μου, να γαυγίζει. Ο Μπένυ γαυγίζει μόνο για δυο λόγους: είτε ακούει από μακριά τα κλειδιά μου με τον χαρακτηριστικό τους θόρυβο καθώς έρχομαι στο σπίτι είτε αυτά του Σσιάτς, είτε είναι ένας απ’ τους δυο μας ήδη μπροστά απ’ την είσοδο του σπιτιού. Είναι πολύ ήσυχος σκύλος και σε άλλη περίπτωση δεν βγάζει άχνα. Μέχρι οι αμέσως συγχυσμένες μου σκέψεις να συγκεκριμενοποιηθούν άκουσα την πόρτα να ανοίγει και τον Σσιάτς μου να μπαίνει μέσα.
Εκπλάγηκα. Μπήκε μέσα με μια νέα ακτινοβολία, με νέα ενέργεια, γεμάτος χαρά που ήρθε στο σπίτι. Ήταν και ο μόνος που χαιρόταν απ’ το γεγονός. Ο δικός μου ενθουσιασμός ήταν τουλάχιστον μέτριος και περιορισμένος γιατί η διαίσθηση μου φώναζε ότι κάπου είχε μουχλιάσει.