Αναγνώστες

Κυριακή 5 Απριλίου 2009

Gossad!

(σύνθετη λέξη από το Gomora, ονομασία της Μαφίας στον ιταλικό νότο με κέντρο την Νάπολη και Mossad, η δημιουργία της γίνεται κατανοητή αφού διαβαστεί η ανάρτηση…και η λέξη είναι μέηντ μπάι Γκρήκστορης)

Η πρώην μέλλουσα δουλειά μου, που έγινε κι’ αυτή σαν το γιοφύρι της Άρτας, σαν το βλέμμα της αγελάδας το απλανές προς το μαλακισμένο, που όλο της χαϊδεύουν τα βυζιά αλλά κανείς δεν την πηδά, σαν την αιώνια αναζήτηση πέους άνω των εικοσιπέντε εκατοστών κουλουπου) είχε πέσει σε χειμερία νάρκη και εγώ την έβαλα αρχειοθετημένη στα ανεκπλήρωτα αφού τελικά έπρεπε με οδύνη να αντιληφτώ ότι οι Κύπριοι δεν είναι καλύτεροι από τους σκατοναζί και ότι και τα δυο είδη σκατών στο ίδιο καζάνι βράζουν.

Αρχές Φεβρουαρίου κτυπά το τηλέφωνο το γερμανικό με αναγραφή κυπριακού αριθμού. Παραξενεύτηκα αλλά το απάντησα (ναι έχω και του κουσούρι να μην απαντώ τηλέφωνα όταν δεν έχω διάθεση) ακούγοντας την γνώριμη φωνή της Καρακάξας από την Πάφο, μελιστάλαχτη και γλοιώδη
- Καλημέρα Γκρήκστορης, είσαι καλάααα;
- Καλημέρα Καρακάξα, μια χαρά είμαι, εσύ; Πως και;
- Να σου πω Γκρήκστορης μου (τούτο το «μου» στην Κύπρο είναι λόγος να πάρω μαχαίρι και να τους κάνω όλους χαρακίρι – δείτε την ανάρτηση της Ψυχίας για ανάλυση βάθους). Βρήκα έναν πιθανόν πελάτη που είναι στο Μιλάνο και θέλει οπωσδήποτε να επενδύσει στην εταιρεία μας με το να αγοράσει μέρος των προϊόντων μας.


- Καλό αυτό, μπράβο ρε Καρακάξα.
- Ναι αλλά θέλει να βρεθούμε στο Μιλάνο μεθαύριο κι’ εγώ δεν μπορώ να πάω και δεν έχει άλλον που να μπορεί να πάει και με ρώτησε ο Κύριος Καραμαλάκας αν μπορείς να πας εσύ.
- Και γιατί ρε Καρακάξα δεν μπορείς να πας;
- Ε ήντα; Να πάω μια γεναίκα μόνη μου στο Μιλάνο; (τον μισθό όμως ξέρει να τον πουντζιάζει)
- Τζιαι καλά ρε Καρακάξα γιατί να μεν πάεις μόνη σου στο Μιλάνο; Ήνταμπο να πάθεις; Δαμέ έζησες τόσα χρόνια στην Γάλλια με τον άντρα σου τζιαι γύρισες τζαι τον κόσμο, στο Μιλάνο εννά πάθεις τίποτε; (γιατί εννά ξεστραωθεί κανένας να την βιάσει; Εν νομίζω να υπάρχει τόοοοση απελπισία στον αντρικό πληθυσμό …και αν ναι…τότε ελάτε σε μένα!)
- Ε οι, εν μπορώ να πάω μια γεναίκα μόνη μου στο Μιλάνο, έν ηξέρω κανέναν τζι κάτω τζ’ αν μου τύχει τίποτε;
- Τζιαι εγώ ξέρω; (στο κάτω κάτω τζίνη γεναίκα εγω γκέι αν το πάρουμε με αυτό το δικαιολογητικό…το αφήνουμε όμως)
- Ναι αλλά άλλο εσύ (ναι βέβαια άλλο εγώ, εγώ είμαι σκατόππουσστης, τζαι να πάθω τίποτε εσσιεστήκατε).
- Μάλιστα…Και πότε πρέπει να βρεθείτε;
- Την Παρασκευή.
- Την Παρασκευή δεν μπορώ, να τον πάρεις τηλέφωνο και να κλείσεις ραντεβού για την ερχόμενη Τετάρτη, αν μπορεί καλώς, αν δεν μπορεί κόψετε τον λαιμό σας (με λίγα λόγια).
- Καλά θα του τηλεφωνήσω και θα σε πάρω πίσω.

Τις επόμενες μέρες ακολούθησε ένας τηλεφωνικός μαραθώνιος.

- Ρε καρακάξα, τι ξέρεις για τον πελάτη;
- Έεεε ότι το όνομα του είναι Πλυντήρωφ και ότι θέλει να επενδύσει στην Κύπρο.
- Ααα ιταλικότατο το όνομα…Γέννημα θρέμμα του Μιλάνου. Και τι δουλειά κάνει ο Πλυντήρωφ;
- Έεεεε εν ηξέρω ακριβώς (να ξερνάς τζιαι να μπουκώνεις μαλάκω, ήνταλως θέλεις να πουλήσεις έτσι;)
- Καλά και ο Κυριος Καραμαλάκας τι λέει;
- Έεεε έτο να πάμε (σημαίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση να πάω) τζιαι να δούμε ακριβώς τι θέλει. Πάντως εν έτοιμος να επενδύσει δώδεκα εκατομμύρια στο τάδε μέρος που μας ανήκει.
- Μα ποιος;
- Ο Πλυντήρωφ.
- Καλά θέλει να σας δώκει δώδεκα εκατομμύρια τζιαι εν τον είδατε ποττέ;;;;; Ούτε ξέρετε ήντα δουλειά κάμνει; Ούτε έσσιετε ιδέα πόθεν έρκουνται τα δώδεκα εκατομμύρια;
- Εεε μα εν γι’ αυτό που πρέπει να πάεις Μιλάνο.
- Οοοοκέεευυυυυυ. Μιλούμε υποθετικά τώρα εντάξει; Πες ότι σε έναν ιδανικό κόσμο θέλει όντως να σας δώσει δώδεκα εκατομμύρια τζιαί πάω εγώ ο άγνωστος ο σκατόππουσστης με το ταγιέρ μου, τα γοβάκια μου και τον χαρτοφύλακα μου σαν μπίζινεςγουμαν (τούτα δεν τα είπα ακριβώς έτσι, μάλλον δεν τα είπα καθόλου, αλλά τα σκέφτηκα) τζιαι συναντώ τον. Ήνταλως φαντάζεσαι ότι εν να γίνει η συναλλαγή; Είδε με, άρεσα του έδειξα του τζιαι τα μπακαλλοδέφτερα που έσσιετε σαν προσπέκτους των προϊόντων σας, εν να χύσει τζιαι να μου δώκει μια βαλίτσα με δώδεκα εκατομμύρια; Πε μου ήντα που καταπίνεις να τα πιάω τζιαι γω. Πληηηηηηζζζζ.
- Χαχαχα…Ε οι ρε…άμα εν να γίνει η συναλλαγή εν να με πιάεις τηλέφωνο τζιαι εν να σου στείλω με ήμεηλ η με φαξ τα έγγραφα.
- Καλά μα επικοινωνείς με τον νου σου ρε Καρακάξα; Εν να μου στείλεις εγγραφή με φαχ η με ήμεηλ για μεταβίβαση δώδεκα εκατομμυρίων τζιαι τζίνος που εν να τα πιάσει τα λεφτά εν θα ‘ναι παρών; Ούτε δικηγόροι, ούτε τραπεζίτης ούτε τίποτε;
- Ρε τούτα εν λεπτομέρειες. Μακάρι να κάτσει το πράμα τζιαι στο κάτω κάτω έρχεται την επομένη ο Κύριος Καραμάλακας τζιαι κλείνει την υπόθεση.
- Α καλά…Τζιαι που τον ήβρες τον πελάτη;
- Που το ίντερνετ (πολύ φερέγγυο)
- Έκαμες μιαν έρευνα να μάθεις το πόθεν έσχες; Με τι ασχολείται ακριβώς; Δεν σας κινεί την περιέργεια ότι ένας άγνωστος είναι έτοιμος να σας δώσει επειδή δεν σας ξέρει καθόλου και προ πάντων δεν έχει δει ποτέ αυτό που θέλετε να του πουλήσετε δώδεκα εκατομμύρια; Τζιαι καλά εσύ πες στ’ αρχίδια σου, εν κόφκει ο νους σου, ο κύριος Καραμαλάκας τι λαλεί πας το θέμα.
- Ε ρε, είπα του τζιαι είπε να πάμε (να πάω δηλαδή) να δοκιμάσουμε. Εν έχουμε να χάσουμε τίποτε παρά μόνο αυτά που θα μας στοιχίσεις εσύ.
- Άαα δηλαδή τζιαι τζίνος χάιε. Τώρα τι να σας πω; Αφού πληρώνετε ας πάω και βλέπουμε. Στείλε μου τουλάχιστον ότι έγγραφα έχεις να τους ρίξω μια ματιά πριν πέσω στο στόμα του λύκου οκ;

Έμεινα να σκέφτομαι για λίγο το θέμα αλλά ουσιαστικά δεν είχα να χάσω τίποτε. Θα πήγαινα μια μέρα Μιλάνο, θα ξέφευγα λίγο από εδώ και την βαθειά κατάθλιψη που με κυβερνούσε και θα ζούσα μια περιπέτεια. Από θέμα δουλειάς δεν το πήρα καθόλου σοβαρά γιατί όλη η συζήτηση ήταν του πουτσου. Όταν μάθει ο κύπριος να κάνει μπίζνες εγώ θα γίνω στρεητ. Αφού όμως πλήρωνε για μαλακιές ο Κύριος Καραμαλακας εγώ χεστηκα. Πόσο δύσκολο είναι να οργανώσεις μια πτήση στο Μιλάνο και πόσο δύσκολο είναι να κλείσεις ένα ραντεβού με έναν πελάτη; Πολύ όταν έχεις να κάνεις με κύπριους επιχειρηματίες και τις κότες που δουλεύουν μαζί του. Τελικά αφιέρωσα δέκα λεπτά και έκλεισα μόνος μου την πτήση και το ραντεβού με τον υποτιθέμενο πελάτη.

Η επόμενη τετάρτη έφτασε σύντομα και στις 4 το πρωί πήρα την πτήση για τι Μιλάνο, κουστουμαρισμένος να πάω συναντήσω τα αυθεντικά ιταλικά δώδεκα εκατομμύρια. Έφτασα εκεί γύρω στις οκτώμισι το πρωί. Το ραντεβού με τον μυστηριώδη πελάτη ήταν στις μια το μεσημέρι στην άλλη άκρη του Μιλάνου. Πήρα το τραίνο για το κέντρο και φτάνοντας εκεί σαράντα πέντε λεπτά αργότερα δεν ήξερα τι να κάνω για να περάσει η ώρα.

Κουβαλώντας λοιπόν το λαπτοπ στον ώμο με τα επτά του κιλά γιατί νόμιζα ότι πήγαινα για σοβαρή δουλειά, στο κάτω κάτω τα έξοδα μου ήταν καλυμμένα αλλά μόνο αυτά, εγώ ο μαλακας δεν ζήτησα περισσότερα λεφτά γιατί με έπιασε το φιλότιμο και η σοβαρή η εταιρία δεν προθυμοποιήθηκε να μου προσφέρει αμοιβή, ξεκολωθηκα να γυρίζω στο Μιλάνο, μπαίνοντας στον Αρμάνι, βγαίνοντας στου Ντόλτσε, βλέποντας τις διαφημίσεις του Μπεκαμ και του ξυλάγγουρου να φορούν τα βρακια του προαναφερθέντα ενώ παράλληλα ξεματιάστηκα να βλέπω τους θεογκομενους στις χάη περιοχές να πηγαίνουν πάνω κάτω. Ευτυχώς για το εγώ μου αφίχθηκα κι’ εγώ στο Μιλάνο ανάλογα ντυμένος και κυκλοφορούσα, όπως μου έλεγαν τα βλήματα που μάζευα κι’ εγώ σαν διογκούμενος στραβαρα μου.

Η ώρα πέρασε σχετικά γρήγορα και έφτασε η στιγμή του ραντεβού. Μπήκα σε ένα ταξί και του είπα την διεύθυνση που βρισκόταν παρεμπίπτοντος στην γκέι περιοχή του Μιλάνου αλλά και στην περιοχή με όλα τα βαποράκια, τι βαποράκια δηλαδή, βαποραρες, για όσους δεν ξέρετε τι εστί Μιλάνο.
Όταν έφτασα στο σημείο της συνάντησης που ήταν ένα εστιατόριο, δεν ήξερα τι ακριβώς περίμενα αλλά σίγουρα όχι αυτό που είδα: ένα εστιατόρια στιλ ελληνοκυπριακής ταβέρνας, καρακιτς φτιαγμένο μάλλον από την δεκαετία του εξήντα ξεχασμένο σ’ έναν από του κεντρικότερους δρόμους του Μιλάνου και στο κέντρο των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Ίσως αυτά τα ξεθωριασμένα να έγιναν ξανά τρεντ και να μην το πήρα χαμπάρι. Κατέβηκα δειλά απ’ το ταξί και αφού κοίταξα καλά καλά γύρω μου μπήκα μέσα.

Η γκαρσόνα που με καλωσόρισε με το μισό της ήταν μια θεια Κακουρατου ενώ ο γκαρσόνος …άστα να πάνε. Έκατσα σ’ ένα κυπριακό τραπέζι με καρό κόκκινο άσπρο τραπεζομάντιλο πάνω σε μια ψάθινη καρεκλά, σαν να ήμουν στην Αθηαινου, και περίμενα τον μπίζνεσμαν να φτάσει. Παρήγγειλα ένα νερό, που έκανε την γκαρσόνα να με αντιπαθήσει ακόμα περισσότερο και περίμενα σαν την Πηνελόπη. Περίμενα, περίμενα, περίμενα κι’ άλλο αλλά μπίζνεσμαν δεν φαινόταν. Άρχισα να μην νιώθω καλά…από τη μια τα βλέματα σπίθες της γκαρσόνας που την έβγαζα μ’ ένα μπουκάλι νερό κι’ από την άλλη μόνος μου στο Μιλάνο με το λάπτοπ χωρίς σκοπό…Γιατί όλα σε μένα τυχαίνουν; Γιατί; Και να ‘ταν μόνο αυτό…

Αφού πέρασε μισή ώρα και Πληντήρωβ δεν έβλεπα αποφάσισα να τον πάρω τηλέφωνο: Ντριν…ντριν…ντριν..μπαμ και μου το ‘κλεισε. Εκεί πια τα πήρα. Φάνηκε ξεκάθαρα ότι το όλο θέμα ήταν ένα μπουγέλωμα και οι ηλίθιοι της Κύπρου στην απελπισία τους να πουλήσουν θα πήγαιναν και στου γαμω-την-μάνα-κολοχωρι για να βγάλουν ένα σεντ. Που έπεσα Θεέ μου; Γιατί τα βάσανα μου δεν έχουν ένα αίσιο τέλος ή τέλος πάντων ένα κάποιο τέλος;

Έκανα νόημα στην θεία Κακουράτου να πληρώσω το ένα λίτρο μπουκάλι το νερό για ενενήντα πέντε σεντ μόνο (γι’ αυτό με έβλεπε με το μισό της και παρεμπιπτόντως για να δείτε ότι σαν Κύπριοι είμαστε και ξεδιάντροποι: Στο Κόστα Καφέ στην Λεμεσό κοστίζει ένα καπουτσίνο €3,45 και άνω ανάλογα με το πόσες θερμίδες θα το παραγγέλλεις, στο Μιλάνο αντίθετα, που είναι σε τελευταία ανάλυση ένα κωλοχώρι που δεν το ξέρει κανένας, χωρίς ιδέα από μόδα, χωρίς διεθνές φλερ κουλουπου κοστίζει ένα καπουτσίνο στις χάη περιοχές €1,10. Περεταίρω σχόλιο περιττό) και την παρακάλεσα να μου φωνάξει ένα ταξί. Η πτήση μου ήταν μετά από έξη ώρες, δεν είχα ιδέα τι θα έκανα. Σκέφτηκα να κλειδώσω το λαπτοπ στον σταθμό και να πάω σε μια γκέι σάουνα να περάσω την ώρα μου (εδώ ο κόσμος καίγεται και το τέτοιο μου κτενίζεται). Να ξαναδώ όλο το Μιλάνο για τέταρτη φορά στη ζωή μου δεν είχα όρεξη και τόσα λεφτά δεν είχα μαζί μου.

Το ταξί ήρθε και του ζήτησα να με πάει στον σταθμό. Καθ’ οδών κτύπησε το τηλέφωνο. Μια φωνή άγνωστη μου εξήγησε ότι ήταν ο καθ’ αυτός πελάτης κι’ ότι ο Πληντηρωβ ήταν μόνο ο μεσάζων ζητώντας μου να συναντηθούμε σε ένα άλλο εστιατόριο σε είκοσι λεπτά. Μου μίλησε σε άπταιστα γερμανικά με μια απροσδιόριστη προφορά, που κάτι μου θύμιζε αλλά δεν μπορούσα να προσδιορίσω τι. Έδωσα τις καινούργιες οδηγίες στον οδηγό με τα θεοσπασμένα μου ιταλικά (πρέπει να τα φρεσκάρω, το μόνο που θυμάμαι καλά είναι το κε κατσο βόη και το σκούπα με).

Έφτασα σ’ ένα καταπληκτικό εστιατόριο με πολύ γκλάμουρ και στιλ. Αμέσως άρχισα να παίρνω τα πάνω μου. Ίσως να μην είναι φιάσκο το όλο θέμα τελικά.

Μπήκα μέσα με αέρα σταρ και αφού τους εξήγησα, ο θεός ξέρει πως, ότι έχω ραντεβού μ’ έναν άγνωστο μου έδωσαν ένα τραπέζι για τέσσερις. Κάθισα και περίμενα. Σε δέκα λεπτά μπήκαν μέσα δυο νεαροί, ένας χοντρούλης με μούσι και ένας λεπτός με κουστούμια και γραβάτες και οι δυο με γαμψή μύτη σαν να είχαν βγει και οι δυο τους από την λίστα του Σιντλερ. Ο χοντρούλης μιλούσε άπταιστα γερμανικά, ο άλλος μόνο αγγλικά και μεταξύ τους κάτι σαν αλαμπουρνέζικα. Ρώτησα τι γλώσσα ήταν και έμαθα ότι ήταν εβραίοι.

Και μπήκαμε στο ψητό…Ο χοντρούλης ήταν αυτός με τα δήθεν λεφτά, ο άλλος το τσιράκι του. Αφού κατάφερε να μπει στο στοπ λίστ της Ελβετίας (πόση μαλάκια πρέπει να κάνεις για να καταφέρεις αυτό τον άθλο;) ξέμεινε στην Ιταλία με ένα μάτσο ελβετικά φράγκα που ήθελε να τα ξεπλύνει. Οι σκηνές περνούσαν αστραπιαία από μπροστά μου: καραμπινιέροι να με παίρνουν σηκωτό στα μπουντρούμια του Μιλάνου, χωρίς καν να αποχαιρετίσω τους αγαπημένους μου, κάποιος να γράφει μετά από χρόνια το εξπρές του μεσονυκτίου νούμερο δυο καίγω να πεθαίνω πολλαπλά βιασμένος και ξεχασμένος πίσω απ’ τα σιδερά της φυλακής.

Άρχισε ένας καινούργιος τηλεμαραθώνιος με την Κύπρο για να ξανααντιληφθω ότι ο κύπριος μπακάλης γεννήθηκε και μπακάλης θα πεθάνει.
Προσπάθησα να ξεμπερδέψω γρήγορα με το όλο θέμα αφήνοντας το ανοικτό και έφυγα μετά από ένα στέικ και σπαγγέτι κτυπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο γιατί να έχω συμπατριώτες που να είναι τόσο ηλίθιοι. Εκεί ήρθε και η τελική απόφαση μέσα μου να μην δεκτώ την δουλειά στην Κύπρο κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες αλλά μόνο με τους δικούς μου, κάτι που ήταν εκ φύσεως καταδικασμένο.

Ο εβραίος με ακολουθησε τηλεφωνικώς στην Γερμανία για λίγες εβδομάδες ζητώντας μου να δουλέψω για αυτόν. Τον άφησα κι’ αυτόν να περιμένει.
Στον κύπριο μπακάλη έδωσα αμετάκλητους ορούς συνεργασίας ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Ακόμα περιμένω απάντηση…Ούτε καν με πήραν τηλέφωνο να ρωτήσουν τι έγινε με τον εβραίο…Αυτά… Με έστειλαν με δικά τους έξοδα στην Ιταλία και δεν μπήκαν καν στον κόπο να μάθουν τι έγινε…This ist the cyprus way of doing business.

5 σχόλια:

apparos είπε...

Δηλαδή έλεος, πόσο αφελείς... αλλά μάλλον όι, έστειλαν άλλο στο στόμα του λύκου! Τουλάχιστο έκαμες το ταξιδάκι σου!

Ανώνυμος είπε...

"κε κατσο βόη και το σκούπα με"?????

No parle italiano. Εν τα μονά Ιταλικά που ξέρω :)

ColourfulMind είπε...

Μου θυμίζει λίγο τα emails που έρχονται και ζητούν βοήθεια για κάποιο Αφρικανό πρίγκηπα που θέλει να βγάλει τα δισεκατομμύρια του από τη Νιγηρία!

Τουλάχιστον πήγες στο Μιλάνο. Σκέφτου να σ' έστελναν σε Αφρικανική χώρα, αν και περί ορέξεως... ;-p

Στα σοβαρά όμως όποιος έτυχε να δουλέψει για λίγο με κυπραίους καταλάβει απόλυτα το επίπεδο επαγγελματισμού για το οποίο μιλάς!

Greekstories είπε...

Για Αφρικη δεν θα 'λεγα οχι αν και το χρωμα του πληθυσμου δεν ηταν ποτε στα γουστα μου..χεχεχε

Κυπριος και επαγγελματισμος δυστυχως δεν συμβαδιζουν χωρισ να ξερω αν εγω εχω το αναλογο επιπεδο. Παντως κατι με τραβα στην Κυπρο οσο χαλια και να' ναι...Μακαρι ναξερα τι...

Salonika3 είπε...

χαχαχαχαχα, αν και μ πηρε λιγο χρονο μεχρι να το διαβασω το απολαυσα!!!!!!!!!!

Ειδικα εκει με τις συνομιλιες με την Καρακαξα..χαχαχαχαχα
απαιχτος!

Επισης γτ βρε αγορι μου ειχες μελαγχολια τοτε??Κριμα:(

ΤΟ busines μυαλο των κυπραιων οντως ναι δεν φημιζετε!!Ειμαστε λιγο χωριατες!!!!

Παντως θα ηθελα και εγω να παω στο Μιλανο και ειδικα το κουστουμι το στενο πουκαμισο και το παντελονι το στενο, με εξιταρουν!!!
ΤΟ θεμα ειναι να περασες ωραια, γιατι απο δουλεια ηταν πληρης αποτυχια!