Αναγνώστες

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

9 ½ Μήνες (2) - Το αντιο μιας ζωης (2)

Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι απ’ κλάμα και τον πόνο περνούσαν οι σκηνές μπροστά απ’ τα θολωμένα, κοκκινισμένα μάτια μου των τελευταίων μηνών: πως άρχισε να με παραγνωρίζει, να με αγνοεί, πως άρχισε να παίρνει αποφάσεις για τα κοινά χωρίς εγώ να έχω λόγο. Πως άρχισα να διαμαρτύρομαι χωρίς αποτέλεσμα, πως άρχισα να καυγαδίζω μαζί του, πως έλεγα ότι δεν αντέχω άλλο την κατάσταση και πως μου έλεγε να περιμένουμε και ίσως καλυτερέψουν τα πράγματα. Το έλεγε, ίσως και να το θελε αλλά η κατάσταση πήγαινε απ’ το κακό στο χειρότερο. Στέγνωσε ο ίδιος απ’ το αλκοόλ και τα χάπια και έλπιζα ότι ο χρόνος που ακολουθούσε θα ήταν για μας παράδεισος. Επιζήσαμε τα χειρότερα, εξακόσιες τόσες μέρες σε ψυχιατρεία, έκτακτες ανάγκες, νοσοκομειακά, αστυνομίες και ερυθροί σταυροί να τον φέρνουν μισοπεθαμένο στο σπίτι, πνιγμένο στο αίμα των πληγών του και την θολούρα του αλκοόλ, επιζήσαμε έναν Γολγοθά που καμιά θρησκεία ούτε για αστείο δεν περιγράφει. Έλπιζα για ένα καλύτερο αύριο. .. Κι’ αυτός το ίδιο… Χωρίς έμενα όμως…

Ακινητοποιημένος στο κρεβάτι απ’ κλάμα και τον πόνο περνούσαν οι σκηνές μπροστά απ’ τα θολωμένα, κοκκινισμένα μάτια μου των τελευταίων μηνών: Καλοκαίρι 2008, στην έξαψη του ευρωπαϊκού κυπέλλου. Ο Σσιατς έπαιρνε τρεις εβδομάδες τα αντί-αλκοολικα χάπια, τα περίφημα Καμπραλ, αλλά τον έβλεπα σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Τα φάρμακα δεν του κάθονταν και η εικόνα του, το σχεδόν παραμορφωμένο από τα χάπια πρόσωπο του δεν με έπειθε ότι το θέμα αλκοόλ τέλειωσε. Είχαμε πάει στο καφέ τον ένιωθα και τον έβλεπα ότι ήταν ανήσυχος. Δεν το άφηνα από τα μάτια μου. Το ένιωθε. Κάποια στιγμή είπα να φύγω. Ήθελε να μείνει. Δεν μου άρεσε. Έφυγα και ξαναγύρισα μετά από ένα τέταρτο για τον δω να κρατά ένα ποτήρι μπύρα. Ο κόσμος μου ξαναγύρισε ανάποδα. Ένιωσα το έδαφος να χάνεται κάτω από τα πόδια μου. Άρχισα τις φωνές αλλά με έβλεπε απλά ξαφνιασμένος και τρομαγμένος. Το μόνο που κατάφερε να με ρωτήσει ήταν γιατί του κάνω έλεγχο. Έφυγα απελπισμένος τραβώντας τα ψιλοκουρεμένα μου μαλλιά και ένιωθα την ταχυπαλμία να με κυριαρχεί γιατί ήξερα το έργο που θα άρχιζε από την αρχή ήδη πολύ καλά.



Ένα βράδυ με ξύπνησε το έντονο γαύγισμα του Μπέννυ. Ήταν δυο το πρωί. Άνοιξα και αντίκρισα μπροστά μου κάποιους νοσοκόμους και έναν καταματωμένο Σσιατς να μην με βλέπει καν. Ήταν τραυματισμένος στο πρόσωπο, στο κεφάλι, στα χέρια και βρεγμένος, με κοψίματα στα πόδια και τα αίματα να τρέχουν ποτάμια. Τα μάτια του ήταν μελανωμένα από κάποια κτυπήματα και πρησμένα, απ’ τα φρύδια του έτρεχαν αίματα, η μύτη του είχε διαλυθεί. Με ρώτησαν αν έμενε εδώ. Τους είπα ναι. Μου τον άφησαν πακέτο κι έφυγαν. Τους φώναξα να τον πάνε νοσοκομείο και μου απάντησαν ξερά ότι ο Σσιατς τους είπε με δυο κόμμα εφτα μονάδες αλκοόλ στο αίμα ότι δεν ήθελε να πάει νοσοκομείο. Και μένοντας σύξυλος μου τον άφησαν κι έφυγαν. Αργότερα του ήρθε κι ένας λογαριασμός για ογδόντα ευρώ επειδή τους είπε μεθυσμένος ότι δεν ήθελε να πάει νοσοκομείο. Αν τους έλεγε ναι και τον έπαιρναν η βόλτα θα ήταν ανέξοδη. Αλλά για να βγάλουν ογδόντα ευρώ επιπλέον άκουσαν ένα μεθυσμένο πτώμα. Για να μην σκέπτεστε εσείς που είστε στην Κύπρο ή στην Ελλάδα ότι μόνο εκεί έχει σκατοσυστήματα και σκατοκοινωνία. Ο Ναζί άλλαξε μόνο προσωπείο και τακτική, η ουσία έμεινε ανέγγιχτη.

Τον έβαλα να καθίσει, και τον καθάρισα, του φρόντισα τις πληγές του και τον έβαλα στο κρεβάτι να κοιμηθεί ενώ πήγα στο σαλόνι να κλάψω ένα κλάμα αθόρυβο και γοερό. Τον είχα βρει στο πάρκο που γίνεται ψωνιστήρι και καθώς ήταν τύφλα έπεσε και σκοτώθηκε. Τον έσωσαν δυο φοιτητές και τηλεφώνησαν στο νοσοκομειακό…

Στο τώρα… Φθινόπωρο… Περνώ κάποιες φορές μπροστά από το καφέ Αλεξ και κάθε φορά που περνώ νιώθω τα γόνατα μου να λύνονται, να παραλύουν και οι εικόνες εκείνης της μια μέρας έρχονται τόσο ζωντανές μπροστά μου που ακόμα κι αν σκοτωθώ και πέσω στον αιώνιο ύπνο δεν πρόκειται να σταματήσουν να με κατατρέχουν. Έλειπε απ το σπίτι τριαντα εξη ολόκληρες ώρες. Ήμουν πια σε μια αλλοπρόσαλλη κατάσταση. Δεν ήξερα, ζούσε, κτυπήθηκε ξανά, πέθανε, δεν είχα ιδέα. Συνήθως ερχόταν στο σπίτι για λίγο, άλλαζε, με έψαχνε μέσα στη θολούρα του να σιγουρευτεί ότι υπάρχω και είμαι εκεί, και ξανάφευγε μόνος με το συγχυσμένο του μυαλό να συνεχίσει την αναζήτηση του μέσα στην ομίχλη του. Αυτή τη φορά δεν ήρθε στο σπίτι στα ενδιάμεσα. Τρελάθηκα. Τον πήρα τηλέφωνο. Κτύπησε αρκετές φορές μέχρι να το απαντήσει και αφού με άκουσε και κατάλαβε ότι ήμουν εγώ κατάφερε με πολύ κόπο να μου πει στο περίπου που ήταν. Έφυγα σαν άνεμος απ’ το σπίτι να πάω να τον μαζέψω, να τον βάλω έστω για λίγο στο κρεβάτι να ησυχάσει πριν συνεχίζει την αλλοπρόσαλλη ζωή του. Πήγα και τον βρήκα μπροστά από την μπουτίκ φιλικής του οικογενείας. Γνωρίζονταν πάνω από είκοσι χρόνια, ήταν αμοιβαίοι πελάτες και φίλοι, όσο φίλοι μπορούν να ναι οι Γερμανοί μεταξύ τους. Δεν αντιλήφτηκα την πρώτη στιγμή τίποτε μέχρι που τον πλησίασα. Προσπαθούσε παραπατώντας να μπει στο μαγαζί αλλά δεν έμπαινε. Ήταν παρόλο του το χάλι συγυρισμένος κι αν δεν ήξερα δεν θα καταλάβαινα ότι ήταν πιωμένος. Μέσα απ’ το μαγαζί ακουγόταν μια βραχνιασμένη φωνή, φωνή της νύχτας περισσότερο, γνωστή μου φωνή, τη ιδιοκτήτριας και φίλης του, να του φωνάζει « φύγε από δω μεθύστακα, δεν θέλω να σου μιλήσω». Έπαθα σοκ, έμεινα ξαφνικά αποσβολωμένος, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι του μιλούσε με αυτό τον τρόπο, Τον ήξερε, ήταν φίλος της, ήταν ο κομμωτής της εδώ και δεκαετίες. Αυτός έλεγε ψευδίζοντας « μα να σου πω μόνο για λίγο» μ’ ένα ύφος που έλεγε ότι δεν καταλάβαινε γιατί τον απόπαιρνε, γιατί τον έβριζε, δεν έκανε σε κανέναν κακό, κανέναν δεν έβλαψε, δεν έβρισε, δεν κακοποίησε, λίγη προσοχή ήθελε μόνο. Αυτή συνέχισε να τον βρίζει κοπρόσκυλο και μόλις με είδε άρχισε να φωνάζει πιο πολύ « παρ’ τον μεθύστακα τον φίλο σου από δω τον μαλακά, τον χαμένο και εξαφανιστείτε, δεν θέλω να σας βλέπω στην πόρτα του μαγαζιού μου, τρομάζει τους πελάτες, κατάλαβες; Παρ’ τον και φύγετε.». Οι λυγμοί με κυριάρχησαν, το κορμί μου σπαρταρούσε απ’ το κλάμα, το βρίσιμο αυτής, η κατάσταση του Σσιατς, κι’ όλα αυτά στον πιο πολυσύχναστο πεζόδρομο του Άαχεν. Ένιωθα να λιποθυμώ, να χάνω τις δυνάμεις μου. Αγκάλιασα τον Σσιατς και προσπαθούσα να τον απομακρύνω. Με έβλεπε απορημένος και με ρωτούσε γιατί κλαίω και μετά μου έφευγε λέγοντας μου να περιμένω μισό λεπτό ήθελε να της μιλήσει. Αυτή χωρίς κανένα ίχνος εμπάθειας και συμπόνιας συνέχισε να τον βρίζει. Εμφανίστηκα σαν μαινόμενος κέρβερος στην είσοδο του μαγαζιού και της φώναξα όσο μπορούσα, όσο απολίτιστο και να ήταν αυτό «σταματά επιτέλους να τον βρίζεις σκατοναζι γουρούνι. Δεν σου έχει κάνει τίποτε. Κι’ ενώ ξέρεις ότι έχει πρόβλημα με το ποτό, τον ποτίζεις εδώ και δυο μέρες στο σπίτι σου γαϊδούρι. Τι απάνθρωπο κτήνος είσαι; Δεν βλέπεις τι του έχεις κάνει; Γιατί το κάνεις αυτό; Γουρούνι!». Στ΄ αληθεια ο Σσιατς ηταν στο σπίτι της τις τελευταίες δυο μέρες όπου αυτή κι ο άντρας της τον πότιζαν συνεχεία, έπιναν κι’ αυτοί μαζί του ενώ ήταν θολωμένοι από χάπια έκσταση και άλλα ναρκωτικά.

Πήρα έναν τότε φίλο μου Κροάτη τηλέφωνο και του ζήτησα να’ έρθει να με βοηθήσει να μαζέψω τον Σσιατς. Δεν είχα την δύναμη να αντιμετωπίσω την κατάσταση άλλο. Οι περαστικοί μας έβλεπαν με ύφος υποτιμητικό, το ίδιο φαντάζομαι που οι προγονοί τους έβλεπαν τους Εβραίους να πηγαίνουν σαν τα σκυλιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αγκάλιασα τον Σσιατς και προσπάθησα να τον απομακρύνω από την είσοδο του μαγαζιού. Άρχισε να αφήνεται δειλά στην δύναμη μου κι’ όπως τον αγκάλιασα από την μέση ένιωσα το Τζην του να ναι βρεγμένο. Τον ψαχούλεψα απ’ την μέση μέχρι κάτω και αντιλήφτηκα ότι ήταν κατουρημένος. Ένα κύμα λυγμών έφερε σπασμούς στο κορμί μου και ο Σσιατς με έβλεπε αβοήθητος και με ρωτούσε γιατί κλαίω. Σχεδόν έτοιμος να καταρρεύσω έφτασε ο Κροατης. Τον έπιασε από την μια πλευρά, εγώ από την άλλη, αναρωτήθηκε γιατί ήταν βρεγμένος και του εξήγησα, εκεί τον θαύμασα, δεν έδειξε έκφραση αηδίας ή αποτροπής, τον πιάσαμε και οι δυο μαζί και σιγά τον πήγαμε στο καφέ Αλέξ.

Καθίσαμε ενώ βρισκόμασταν σε μια κατάσταση έξαλλη και του παρήγγειλα έναν καφέ. Διαμαρτυρήθηκε έντονα και άλλαξε την παραγγελία σε μπύρα. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω. Το ήθελα άλλα δεν μπορούσα, ήταν φύσει αδύνατο. Όπως ήμασταν εκεί προσπαθώντας να ηρεμήσω και να τον πάω σπίτι, με έβλεπε να κλαίω με λυγμούς με ύφος απορημένο, αβοήθητο. Άρχισε να μου μιλά: «πρέπει να το πάρεις απόφαση να με αφήσεις να φύγω Σσιατς. Δεν είμαι καλός για σένα, πρέπει να με αφήσεις να φύγω, να βρω τον δρόμο μου και εσύ τον δικό σου. Πρέπει να με αφήσεις να φύγω. Πρέπει να μάθεις να αφήνεις. Άφησε με να φύγω».

Όσο άκουγα αυτά τα μεθυσμένα του λόγια τόσο πνιγόμουν στους λυγμούς, δεν μπορούσα να καταλάβω πως ήταν σε θέση να μου λέει τέτοια λόγια. Πως ήταν δυνατόν να διανοηθώ να τον αφήσω φύγει. Αυτός ήταν το νόημα της μαλακισμενης μου ζωής. Αυτός και κανένας άλλος.

Από μακριά μας είδε η Αγγέλικα. Ήρθε κι’ έκατσε κοντά μας ρωτώντας για την κατάσταση. Η Αγγελικά ήταν το ίδιο χρονικό διάστημα με τον Σσιατς τρόφιμος της κλειστής ψυχιατρικής κλινικής άλλα με πολύ περισσότερο χρόνο παραμονής. Υπήρξε στις καλές της μέρες επιτυχημένη επιχειρηματίας, πολύ πλούσια, με έντονη παρουσία. Ξαφνικά την κτύπησε βαρεία καταχθονικη κατάθλιψη, την άφησε σχεδόν φυτό στο κρεβάτι για μήνες ολόκληρους. Έχασε τα πάντα, υλικά και ανθρωπινά, δεν της έμεινε τίποτα, καμιά ελπίδα ούτε επιστημονική ούτε ανθρωπινή. Ήταν ένα φυτό στο κρεβάτι του ψυχιατρείου. Οι γιατροί στην απόγνωση τους αποφάσισαν να δοκιμάσουν την relaunched θεραπεία του ηλεκτροσόκ. Κι’ ενώ κανένας δεν μπορούσε να πει με σιγουριά αν το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό την δοκίμασαν σαν τελευταία λύση πριν περάσει σ’ ένα θερμοκήπιο για να ζήσει μέχρι την στιγμή της απόπνοιας της. Και όπως ο φοίνικας απ’ την στάχτη έτσι και η Αγγελικά αναστήθηκε μετά από δέκα θεραπείες με ηλεκτροσόκ.
Όταν την είδε ο Σσιατς ξέχασε αυτά που μου έλεγε και άρχισε να επαναλαμβάνει σαν αυτιστικός ότι ήθελε κι αυτός θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Η Αγγελικά του μιλούσε συνεχεία δίνοντας μου θεληματικά τον χρόνο να συνέλκω, ο Κροατης ήταν εκεί και την στήριζε στην συνομιλία της με τον Σσιατς , στηρίζοντας με και οι δυο με την παρουσία τους και την προσπάθεια τους. Με τα πολλά δυο ώρες μετά τον πήγαμε ξανά στο νοσοκομείο για να κάνει δήθεν θεραπεία με ηλεκτροσόκ. Εκεί αρχίσαμε άλλον μαραθώνιο που τέλειωσε τέσσερις ώρες μετά αφού τελικά πειστήκαν να τον κρατήσουν μέσα. Έφυγα για το σπίτι εξαντλημένος. Δεν θυμάμαι πως συνέχισα να ζω. Άλλα δεν είχα εναλλακτική λύση. Ήταν η ζωή μου.

Περνώ κάποιες φορές μπροστά από το καφέ Αλεξ και κάθε φορά που περνώ νιώθω τα γόνατα μου να λύνονται, να παραλύουν και οι εικόνες εκείνης της μια μέρας έρχονται τόσο ζωντανές μπροστά μου που ακόμα κι αν σκοτωθώ και πέσω στον αιώνιο ύπνο δεν πρόκειται να σταματήσουν να με κατατρέχουν.

6 σχόλια:

rose είπε...

σε διαβαζω όμορφε...

Greekstories είπε...

Σε ευχαριστω καλη μου...

stalamatia είπε...

Γκριστορη μου

Σου εύχομαι καλές γιορτές και ο καινούριος χρόνος να σου φέρει αγάπη και χαρά,να βρεις αυτό που εσύ ζητάς.

Το Λαγωνικό είπε...

Είναι καιρός νομίζω να αρχίσεις να βλέπεις ποιός πραγματικά ήταν ο Σσιάτσ. Δεν θα σου πω περισσότερα και αυτό νομίζω λέει πολλά από μόνο του. Έχω μεγαλώσει στη Γερμανία και τους ξέρω από την καλή και από την ανάποδη.
Καιρός να κοιτάξεις μπροστά και να αρχίσεις να αγαπάς τον Greekstories λίγο παραπάνω γιατί τον είχες παραμελήσει.

Greekstories είπε...

Το σχολιο σου ειναι περισσοτερο απο σωστο. Ηδη βρισκομαι σε μια αναρρωση που ουτε κι εγω περιμενα. Αλλα ηθελα να γραψω γι αυτη την εμπειρια γιατι δεν ηθελα να σβηστει μεσα στην μνημη μου και να ξεθωριασει. Ηθελα να εχω γραμμενα αυτα που εζησα κι ενιωσα ολα αυτα τα χρονια. Αλλα εχεις δικαιο μεχρι ενα σημειο. Εσυ μπορεις να καταλαβεις τουλαχιστον ολα οσα εχουν σχεση με την γερμανικη νοοτροπια. Σε ευχαριστω και καλεσ γιορτες.

Το Λαγωνικό είπε...

καλές γιορτές και σε σένα.
:-)