Αναγνώστες

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

9 ½ Μήνες (2) - Το αντιο μιας ζωης (1)

Είμαι στο τώρα… στον παρόν, σ’ ένα παρόν που με γαμά πολύ περισσότερο απ’ ότι με ξέσκισαν οι εξακόσιες τριανταπέντε μέρες πανούκλας του Σσιάτς. Παραπατώ έχοντας χάσει τον προσανατολισμό μου, είμαι χαμένος σ’ ένα παρόν, σε μια πραγματικότητα που ενώ είναι δική μου δεν την αναγνωρίζω, σαν την μάνα που δεν αναγνωρίζει το παιδί της. Κι’ όμως τούτη η πραγματικότητα που ζω είναι το δικό μου παιδί, ο δικός μου βλαστός και ξέρω ότι πρέπει να την δεχτώ αλλά ακόμα δεν μπορώ...

Η αλλαγή ήρθε μουλωχτά κι’ απρόσμενα λίγο μετά τον καινούργιο χρόνο. Μπήκαμε στο 2009 ήρεμα, εξισορροπημένα κι΄ εγώ γεμάτος ελπίδες και προσδοκίες. Ο Σσιάτς συνέχιζε ακάθεκτα να΄ ναι στεγνός κι εγώ χαιρόμουν ξέφρενα το χαμόγελο που μου χάρισαν οι Θεοί του Όλυμπου, γιατί ήταν ένα χαμόγελο ψεύτικο και απατηλό, δεν ήταν να κρατήσει για πολύ, δεν ήταν χαμόγελο χαρισμένο από αληθινό Θεό...


Λίγο μετά άρχισε η αλλαγή να φαίνεται στην καθημερινή του συμπεριφορά. Υιοθέτησε μια στάση ζωής απαράδεκτη για μένα, όχι γιατί δεν ήμουν σε θέση να καταλάβω αυτή την αλλαγή, αυτή την καινούργια νοοτροπία αλλά γιατί δεν ήμουν μέρος αυτής της αλλαγής.
Κάθε μέρα που περνούσε με απέκλειε από την καθημερινότητα του.

Γνώρισε καινούργιους ανθρώπους και άρχισε να κερδίζει τον οίκτο τους εξηγώντας τους την ιστορία του, περιληπτικά τον Γολγοθά μας σαν ένα καθαρά δικό του Γολγοθά. Ο καινούργιος κόσμος του άρχισε να με βλέπει παράξενα γιατί δεν άκουσε ποτέ ότι στάθηκα ακάθεκτος στο πλευρό του τόσες εκατοντάδες μέρες. Γι΄ αυτούς ο Σσιατς ήταν ένας ήρωας του εαυτού του κi΄ εγώ μια παραφωνία στον σκληρό του κόσμο που δεν πρόσφερα τίποτα. Με κάρφωναν με βλήματα επικριτικά κι εγώ δεν ήξερα το γιατί, στις εξιστορήσεις δεν ήμουν παρών.

Άρχισε, όπως και τότε που έπινε, να λείπει με τις ώρες απ’ το σπίτι, να είναι με τους καινούργιους του φίλους για καφεδάκι, να φεύγει απ’ το σπίτι χωρίς να μου λέει που πάει η καν να με ρωτήσει να ήθελα να πάμε μαζί για καφέ. Και μετά έφευγα κι εγώ απ΄ το σπίτι μόνος και λυπημένος να πάω να πιω καφέ μόνος μου για να τον συναντήσω τυχαία στο ίδιο καφέ με τους φίλους του και να νιώσω σαν ο μεγαλύτερος μαλάκας του κόσμου. Φυσικά μου έλεγε η μου έλεγαν να κάτσω μαζί τους αλλά ήταν σαν να μου έλεγαν για την μάνα μου. Η απελπισία μου δεν εξαφανίστηκε με το στέγνωμα του Σσιατς, απλά ξεκουράστηκε για λίγο στο παρασκήνιο και εμφανίστηκε στο προσκήνιο πιο δυνατή από ποτέ. Δεν μπορούσα, και γι αυτό ήμουν σε απόγνωση, να καταλάβω την παραγνώριση που μου έδειχνε ο Σσιατς. Ήταν ένας καινούργιος άνθρωπος που δεν γνώριζα, αυτός δεν ήταν ο Σσιατς που ζούσα μαζί του εδώ και δώδεκα χρόνια. Δεν ήξερα ποιος ήταν.

Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,
πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;
(Γ. Ριτσος - Επιταφιος)


Έδινα στον εαυτό μου θάρρος καθώς σκεφτόμουν ότι ήταν μια φάση παροδική και θα περάσει. Με πλήγωνε γιατί έλπιζα ότι επιτέλους θα ανάσαινα κι εγώ μετά από τόσα χρόνια αλλά πνιγόμουν απλά περισσότερο. Οι καινούργιοι του φίλοι ήταν ξαφνικά το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του κι ενώ ξέροντας τον ήξερα ότι είχα όλοι τους ημερομηνία λήξεως δεν άντεχα να βλέπω ότι αυτοί είχαν το προνόμιο να απολαμβάνουν έναν υγιή Σσιατς ενώ έπαιρνα μόνο τα απομεινάρια της κύρωσης. Ένιωθα αδικημένος, μ έπνιγε τούτο το άδικο γιατί ήταν απλά άδικο. Ίσως να μην πρέπει να προσδοκώ σε τίποτε, ίσως αυτό νάνε το σωστό, αλλά εγώ προσδοκούσα και περίμενα, ναι περίμενα μια ανταμοιβή για την στωικότητα και την υπομονή μου, για την δύναμη και την αντοχή που έδειξα. Αλλά αντ αυτών, αγγουριν ελαβον και μάλιστα Χλωρακης…

Ήρθα πίσω στην Γερμάνια γεμάτος ακόμα απ’ την πικρά του τελευταίου μας καυγά πριν τις διακοπές. Δεν είχα αντέξει άλλο το καινούργιο πρόσωπο του Σσιατς, το στεγνό, το αποτοξινωμένο, ήταν ένας άλλος Σσιατς τους τελευταίους μήνες, ένας ξένος, μια στήλη πάγου, ένας άγνωστος που κοιμόταν στο ίδιο κρεβάτι μαζί μου. Στην έξαψη του τελευταίου καυγά του είπα για πολλοστή φορά να φύγει απ’ το σπίτι, να τα μαζέψει και να φύγει, απ’ το σπίτι μου. Δεν το εννοούσα βέβαια, ήταν μια κουβέντα του καυγά, πόσες φορές δεν την είπα. Τούτη την φορά όμως ακούστηκε.

Έφυγα για την Κύπρο πικραμένος, χωρίς να πω ένα αντίο ενώ προσπάθησε κάπως να με αποχαιρετήσει, εγώ κράτησα ύφος κι’ έφυγα κάνοντας τον σκληρό. Και μέσα στις τέσσερις εβδομάδες διακοπών, ανάμεσα στα ψυχρά και κάποτε νερόβραστα τηλεφωνήματα ο Σσιατς για πρώτη φορά μετά από δώδεκα χρόνια, βρήκε την δύναμη, το σθένος, βρήκε σπίτι, μάζεψε τα πράγματα του και μ’ εγκατέλειψε. Επειδή του είπα να φύγει. Πάνω στον καυγά. Επειδή πνιγόμουν απ’ την αδιαφορία του. Επειδή μ’ έπνιγε η αδικία της συναισθηματικής καταπίεσης. Επειδή, επειδή, επειδή… Όσα επειδή και να αναλογιστώ, τόφαγα το αγγούρι: και τα δώδεκα χρόνια τα 'φαγα στην μούρη, και τον εθισμό και την εγκατάλειψη. Κι’ έμεινα μόνος, σύξυλος, σ’ ένα διαμέρισμα άδειο, ερημωμένο, φορτισμένο μόνο με αρνητική ενέργεια κι’ εφιάλτες. Ο Σσιατς είχε φύγει, μ’ έσφαξε κι’ έφυγε αφήνοντας με να αιμορραγώ.

Πῶς μ᾿ ἄφησες νὰ σέρνουμαι καὶ νὰ πονῶ μονάχη
χωρὶς γουλιά, σταλιὰ νερὸ καὶ φῶς κι ἄνθο κι ἀστάχυ ;
(Γ. Ριτσος - Επιταφιος)
Σπαρτάρησα απ’ τον λυγμό, έχασα την δύναμη μου απ’ το κλάμα το γοερό, έπεσα στα γόνατα, παρακάλεσα, ικέτεψα, έπνιξα εγωισμό και περηφάνια αλλά ο Σσιατς δεν άκουγε άλλο, σταμάτησε να με ακούει εδώ και μήνες, του ήμουν πια άχρηστος, ολοκλήρωσα το καθήκον μου απέναντι του, τον βοήθησα να σωθεί απ’ το βούρκο του εθισμού και αποφάσισε να ζήσει μόνος του τον θρίαμβο της ίασης, της καινούργιας ζωής, εγκαταλείποντας ένα έρμαιο πίσω του, ένα ράκος. Γιατί;

Δεν ζήτησα τίποτε περισσότερο παρά μόνο να αγαπηθώ. Δεν πάλεψα για μια άλλη ανταμοιβή παρά μόνο για λίγη αγάπη, ένα λόγο γλυκό, μια αγκαλιά, ένα κοίταγμα του, ένα χαμόγελο του, δεν θέλησα ποτέ τίποτε περισσότερο. Δεν ήθελε όμως να μου τα δώσει. Αγάπη δεν είναι καταναγκαστικό έργο: είτε θέλει να αγαπήσει κάποιος είτε δεν θέλει. Ο Σσιατς δεν ήθελε άλλο να αγαπά. Εγώ δεν ήθελα να πιστέψω ότι δεν ήθελε να μ’ αγαπά. Πως ήταν δυνατό; Εγώ αγαπώ μέχρι τέλους, δεν σταματώ στη μέση γιατί κουράστηκα. Ναι, κάνω καυγά, θυμώνω, συζητώ αλλά δεν εγκαταλείπω τον άλλο σύξυλο. Τι είναι η ανθρωπινή καρδιά, σκουπίδι για πέταγμα μετά την ημερομηνία λήξης;

Σαν ζωντανός νεκρός τον έβλεπα να παίρνει τα τελευταία του πράγματα, κάθε μέρα και πιο λίγα, κάθε μέρα έφευγε και πιο πολύ.

Καὶ τώρα ποὺ θὰ κρατηθῶ, ποὺ θὰ σταθῶ, ποὺ θἄμπω,
ποὺ ἀπόμεινα ξερὸ δεντρὶ σὲ χιονισμένο κάμπο;
(Γ. Ριτσος - Επιταφιος)

Έφευγε κάθε μέρα, κάθε μέρα ανάπνεα και πιο λίγο. Φώναζα του Χάρου να ‘ρθει να με πάρει κι’ αυτός με κορόιδευε αφήνοντας με να ζήσω, να νιώθω με την ώρα έναν θάνατο να παίρνει το κορμί μου και να το μαστιγώνει αφήνοντας το σαν τιμωρία να ζήσει για υποφέρει ακόμα πιο πολύ. Έφευγε ο Σσιατς κι’ έφευγε μαζί του κι’ η τελευταία μου ελπίδα. Γιατί πάλεψα τόσα χρόνια; Γιατί με άφησα κάπου στον δρόμο μόνο δίνοντας του όλη μου την δύναμη; Για να με αφήσει μόνο, ξεροκλαδο στην ερημιά;
Πως μπόρεσε να μου το κάνει αυτό; Πως μπόρεσε να πει ότι σταμάτησε να με αγαπά; Πως; Πως; Πως;

Μ᾿ ὅλα μου τὰ δάκρυα
Καὶ μὲ τὸ αἷμα μου ὅλο
Τοῦ ἔχτισα τὰ θέμελα,
Τοῦ σκέπασα τὸ θόλο

Κι ἂ φοβᾶσαι, ἀγάπη μου,
Νὰ μένῃς μοναχό σου,
Κάλεσε καὶ κράτησε
Μέσα στ᾿ ἀρχοντικό σου

Ὅλα τὰ ἐρωτόπλαστα
Καθὼς ἐσὺ βλάσταρια
Π᾿ ἄνθισαν κι ἀπόσβυσαν,
Μιᾶς χρυσαυγῆς καμάρια!
….
Γύρ᾿ ἐδῶ κι ἀκούμπησε
Καὶ μένε κι ὅλο μένε
Σιγαλὸς κι ἀσάλευτος,
Ὦ πολυαγαπημένε!

Ἂχ καὶ νἄταν νἄνοιωθα
Στὸ μάγουλό μου ἐπάνω
Τἁπαλό σου μάγουλον
Ὅσο ποὺ νὰ πεθάνω!

Ἄφκιαστο κι ἀστόλιστο
τοῦ Χάρου δὲ σὲ δίνω.
Στάσου μὲ τ᾿ ἀνθόνερο
τὴν ὄψη σου νὰ πλύνω.

Τὸ χρυσὸ τὸ χτένισμα
μὲ τὰ χρυσὰ τὰ χτένια,
πάρτε ἀπ᾿ τὴ μανούλα σας
μαλλάκια μεταξένια.

Μήπως καὶ τοῦ Χάροντα
καθὼς θὰ σὲ κυττάξει,
τοῦ φανεῖς ἀχάϊδευτο
καὶ σὲ παραπετάξει!
(Κ. Παλαμας - Ο Ταφος)

4 σχόλια:

ρίτσα είπε...

...
ti na kamoume
anagkastika oulloi antexoume
einai foveros o e8ismos

MonachusX2 είπε...

Θα ακουστεί μπανάλ, αλλά η ζωή συνεχίζεται...Καλώς βρεθήκαμε :)

Το Λαγωνικό είπε...

Έκανες αυτό που ένιωθες και σε αυτό να μείνεις. Ήσουν ο εαυτός σου και αυτό είναι που μετράει.
Το ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση στην αγάπη σου μπορεί να έχει και λογική εξίγηση.
Ένας άνθρωπος εθισμένος δεν αγαπάει τον εαυτό του συνεπώς δεν μπορεί να αγαπήσει και κανέναν άλλον πραγματικά.
Όταν ξέφυγε από τον εθισμό του είναι λογικό να είναι "άλλος άνθρωπος" και πολύ πιθανόν να του θυμίζεις τον παλιό κακό του εαυτό. Συνεπώς για εκείνον είσαι κομάτι της παλιάς ζωής από την οποία ήθελε να ξεφύγει.
Προσοχή δεν τον δικαιολογώ, μια πιθανή αιτία της συμπεριφοράς του προσπαθώ να καταλάβω βάσει αυτών που γράφεις.

Φασκελοκουκούλωσε τα και προχώρα. Όταν δε, βλέπεις έντονες εξαρτήσεις οποιουδήποτε είδους να τρέχεις μακρυά, το πράγμα είναι άρρωστο.

gay super hero είπε...

Συγκλονιστική η ιστορία και συγκλονιστική η ανάρτηση - ειδικά τα πανέμορφα αποσπάσματα από δημοτικά τραγούδια ενδιάμεσα.

Καταλαβαίνω ότι αισθάνεσαι πως χαράμισες τόσα χρόνια της ζωής σου για έναν αχάριστο. Αλλά η ουσία είναι ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν άρρωστος και μια αρρώστια ποτέ δεν ξέρεις πως μπορεί να εξελιχθεί.

Εύχομαι την καινούρια χρονιά να μπορέσεις κι εσύ να βρεις τον τρόπο να το αφήσεις πίσω σου και να προχωρήσεις στο επόμενο στάδιο της ζωής σου όπως έκανε κι εκείνος. Η ζωή προχωράει, οι πληγές μένουν για πάντα μαζί μας δυστυχώς κι όταν περάσει ο καιρός κάπου-κάπου ψηλαφούμε τις ουλές αφηρημένα με τα δάχτυλα - τότε που έχουν σταματήσει να πονάνε κι έχει μείνει μόνο το σημάδι που μας άφησαν.