Αναγνώστες

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Ο εραστής του έλληνα Αξιωματικού (1)

Κοίταξα την ημερομηνία της τελευταίας ανάρτησης και εκπλάγηκα από το χρονικό διάστημα που έχει περάσει από τότε.
Ενώ το μπλοκ είναι αναπόσπαστο μέρος της σκέψης και της επικοινωνίας μου προς τα έξω κάτι άλλο πιο δυνατό απ την επιθυμία της επικοινωνίας με καθηλώνει ανήμπορο να συγκεντρωθώ να γράψω αυτά που ζω, αυτά που νιώθω δημιουργικά: η ενδογενής κατάθλιψη μου. Απ' την τελευταία μου ανάρτηση μέχρι σήμερα έζησα ξανά μια φάση ακινησιακής κατάθλιψης που με καθήλωσε με όλη την έννοια περίπου τρεις βδομάδες σαν κολόνα άλατος αδύναμος να καν να σκεφτώ και να δω εκτός απ' το σκοτάδι του μυαλού μου.
Μετά που έφυγε ο Σσιατς απ τη ζωή μου οι φάσεις της μανίας και της θλίψης έχουν πολλαπλασιαστεί. Είχα χρόνια να ζήσω τέτοια συχνότητα, ίσως και από τότε που πολεμούσα φανατικά σαν Ταλιμπάν την σεξουαλικότητα μου. Είναι εξαντλητικό όταν ζω αυτές τις περιόδους, σταμάτα η ζωή και παράλληλα φεύγει ο χρόνος αχαλίνωτα γερνώντας με, χάνοντας κάθε ευκαιρία να ανακτήσω έλεγχο της ζωής μου. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτό το κείμενο, συνειδητοποιώ πόση δύναμη χρειάζομαι να συγκεντρωθώ και να βάλω τις σκέψεις και τις αναμνήσεις σε μια συνοχή γιατί βρίσκομαι πάλι σε παρόμοια φάση. Οι αναμνήσεις, οι εικόνες απ' τα περασμένα, καλά η κακά ξαναβγαίνουν πάλι στην επιφάνεια και με κυριαρχούν. Δεν με παραλύουν όπως πριν από μήνες η όπως την αρχή άλλα μου δημιουργούν μια μελαγχολία, μια πεθυμιά για τα περασμένα, για την μοναδική ζωή που είχα, καλή η κακή. Τελικά όλοι ζώα μιας συνήθειας είμαστε, και την λατρεύουμε την συνήθεια όσο κι αν μας γαμά αυτή...

Τα πάντα ρεί, τελείωσε και κείνη η φάση, άρχισε η άλλη, περνώ την επόμενη άλλα στέκομαι, είμαι όρθιος και περπατώ, είναι κάτι κι αυτό...

Τις μέρες της ανάρρωσης κάθισα σχεδόν αυτονόητα πια στο ίντερνετ και σκότωνα την ώρα μου έχοντας μη άλλο δημιουργικότερο να κάνω. Κι εκεί, στην αναζήτηση δολοφόνου της ανίας μου τον βρήκα, ένα προφίλ ελληνικό μη γερμανόφωνου εδώ στην περιοχή μου να αναζητά παρέα.
Κοίταξα το προφίλ, δεν είχε φωτογραφία προσώπου πάρα μόνο του μισού σώματος του και δεν ήταν ευκαταφρόνητο.
Αρχίσαμε συζήτηση, γενικά και χαλαρά, δεν έψαχνε σεξ, ούτε κι εγώ, κι έτσι η επικοινωνία μας δεν ήταν φορτισμένη από την πίεση της υπέρμετρης τεστοστερόνης που κάνει το αρσενικό ανίκανο να σκεφτεί ρεαλιστικά και αντικειμενικά.

Δεν λέγαμε και τίποτα ουσιώδες, ήταν μια ευχάριστη επαφή και χωρίς να το αντιληφθώ πέρασε αρκετή ώρα. Κλείσαμε την κουβέντα γιατί είχε ήδη πάει αργά και κάναμε ένα ραντεβού για την επόμενη το απόγευμα στο Άαχεν. Δεν είχα δει ακόμα την φωτογραφία του προσώπου του και σεβάστηκα την επιθυμία του να μείνει αρχικά άγνωστος γιατί η εργασία του στη στρατιωτική βάση του Νατο που είναι στην περιοχή μου δεν επέτρεπε τέτοιου είδους περιπέτειες. Αν και έχω ήδη ξεπεράσει την ηλικία και τον ενθουσιασμό που προκαλεί σε μας τους γκέι η στολή παντός είδους (τι φετίχ κι αυτό πια) δεν μπορώ να μην ομολογήσω ότι δεν μου κίνησε την περιέργεια και την φαντασία. Το 'χουμε αυτό εμείς: δος μας στολή και πάρε μας την ψυχή. Πρότυπο που δημιουργήθηκε όταν μεσουρανούσε η ντίσκο από τους Village People αλλά και τα πλέον γραφικά σκίτσα του Τομ οφ Φίνλαντ, όλοι από τότε κληρονομήσαμε ένα γονίδιο που μας κάνει φανταζόμαστε κάθε στολή σαν τον γαμίκουλα του αιώνα...

Επόμενη το απόγευμα. Πήρα μήνυμα του ότι πάρκαρε στο πάρκο δίπλα απ το διαμέρισμα μου. Ήταν ένα από τα ηλιόλουστα απογεύματα του ααχενέζικου φθινοπώρου κι' ένα από τα τελευταία ίσως γι αυτή την εποχή. Ήταν λίγο ψύχρα αλλά με ένα καλό μακρομάνικο, ένα σακάκι εποχής και γυαλί ηλίου ήμουν εξοπλισμένος για έναν καφέ στην κεντρική πλατεία του Άαχεν. Κατέβηκα απ' το σπίτι με τα πόδια προς το πάρκο. Δεν ήξερα πως να τον αναγνωρίσω άλλα έχοντας το κινητό μαζί μου δεν πανικοβλήθηκα. Όπως προχωρούσα τον δρόμο προς τα κάτω στο πάρκο είδα μια οπτασία να έρχεται από απέναντι μου, ο Τομ Κρουζ από σκηνή του Τοπ Γκαν, κατεβαίνοντας από το πολεμικό αεριωθούμενο φορώντας τα κλασσικά πια γυαλιά Ρέι Μπαν και το επίσης κλασσικό μπουφάν πιλότου. Για ακόμα μια φορά μου πιάστηκε η αναπνοή. Κτυπήσαμε εξάρι του λόττο Γκρηκστορης. Πήρα ύφος Κελλυ ΜακΓκιλλις, κουλαριστός, αυστηρός αλλά φιλικός και προχώρησα στον Τομ, περίεργος αν κι από κοντά ήταν τόσο εντυπωσιακός όσο απ την απόσταση. Φτάνοντας σε απόσταση αναπνοής μου άπλωσε το χέρι και με χαιρέτισε. Νοτ μπαντ, σκέφτηκα, καθόλου μπαντ μάλιστα. Είχε ένα ύποπτο χαμόγελο διάρκειας σχηματισμένο στο πρόσωπο του, τόσο συνεχόμενο και διαρκές που αναρωτήθηκα σε μια στιγμή αν είχε κάνει περισσότερο μπότοξ από το επιτρεπόμενο και του 'μεινε αήπην. Όμως καμμιά σχέση η σκέψη με την πραγματικότητα. Προχωρήσαμε μαζί προς την πλατεία, ένας περίπατος δέκα λεπτών. Σε αυτά τα δέκα λεπτά με κυριάρχησε μια διάροια λόγου από την αμηχανία και τον περιέλουσα με αναρίθμητες ερωτήσεις. Ένιωθα παράλληλα πολύ βλάκας που έκανα αυτόν τον σχεδόν μονόλογο με ρυθμό πολυβόλου αλλά είναι κάτι που με καταβάλει πάντα όταν νιώσω υπέρμετρη αμηχανία λόγω απίστευτης τύχης! Αυτός συνέχιζε στωικά να χαμογελά μέχρι που σκέφτηκα να τον χαστουκίσω για να του φύγει το διαρκές χαμόγελο αλλά παραμέρισα κι αυτή την σκέψη. Δεν ήταν ότι το χαμόγελο ήταν άσχημο, αντίθετα ήταν πολύ αρρενωπό και γοητευτικό αλλά πόση ώρα κι αυτό πια. Ήταν κλάσματα στιγμών που είχα την εντύπωση ότι μιλούσα σ' ένα κέρινο ομοίωμα της Τυσσώ αλλά μετά βλέποντας ότι τουλάχιστον τα δάκτυλα του αποδύκνειαν μια κίνηση που έφευγε ξανά αυτή η λανθασμένη εντύπωση.

Καθίσαμε στην πλατεία έξω, με το ήλιο να βρίσκεται στην δύση του και ήταν στα αλήθεια μια απ τις ωραίες στιγμές του Άαχεν σ' αυτήν την πλατεία κι αυτή την εποχή. Πλατειάζαμε κουβεντιάζοντας κι ανάμεσα στα' άλλα μου φανέρωσε ότι ήταν αξιωματικός της ελληνικής αεροπορίας και βρισκόταν εδώ σε μια εκπαίδευση. Επιβεβαιώνοντας την υποψία μου, ίσως και την κρυφή μου ελπίδα ότι ήταν στρατιωτικός και μάλιστα αξιωματικός ... ερεθίστηκα. Αμάν ρε Γκρηκστορης, αφού είπαμε ότι εσύ δεν ανήκεις στα κλισέ, ηρέμησε πια. Αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Είχα να μπαλαμουτιαστώ με στολή από τον καιρό που την φορούσα εγώ, νομίζω τουλάχιστον, κι όσο να μην ανήκω στα κλισέ, ένα βαθμό ερεθισμού τον έφερνε μαζί της η στολή, ανάθεμα τα μου μου ε.

Έκανα φοβερή προσπάθεια να μην έρθει η συζήτηση στο θέμα σεξ. Ήταν κάτι διαφορετικό να κουβεντιάσω πρώτα με κάποιον πριν πηδηχτώ μαζί του. Στις πλείστες περιπτώσεις βρισκόμαστε, αρπαζόμαστε, πηδιόμαστε και μετά γίνεται η γνωριμία: αυτό δεν είναι κλισέ ούτε σκηνή από έργο άλλα μια πικρή η και πικρόγλυκη ακόμα πραγματικότητας της ζωής μας. Με έπιασα στα πράσα να απολαμβάνω την απλή συζήτηση γιατί κατά κύριο λόγο μου είχε λείψει εκείνη την εποχή κάπως μια επαφή με ελληνόφωνα γκέι, με κάποιον του ίδιου είδους ζωής που να μην είναι αμοιβάδα (άλλο κι αυτό τώρα) άλλα και μια κουβέντα χωρίς θεματοφυλάκιο. Αναζήτησε παρέα χωρίς θεματοφυλάκιο και την βρήκε μαζί μου και ήταν μια εμπειρία σχεδόν πρωτόγνωρη για τα δεδομένα μου. Τον παρατηρουσα ολη την ωρα διακριτικα και δεν μπορουσαν να αποφασισω αν μ' αρεσε η οχι. Ειχε κατι παιδικο στο προσωπο του, και στην εμφανιση του, του ελειπε η αντρικη αγριαδα του στρατιωτικου, η επιβλητικη παρουσια, η εντονη προσωπικοτητα. Τον εβρισκα γοητευτικο αλλα και αδιαφορο, ηταν ενδιαφερον αλλα και παλι ανιαρος, καπου χαιρομουν που βρεθηκαμε ετσι απλα χωρις το βαρος της ευθυνης ενος πηδηματος. Η περιεργεια υπηρχε βεβαια αλλα δεν ηταν κατευθυντηρια δυναμη. Ηταν απλα εκει και ουδετερη.

Καθίσαμε αρκετή ώρα, είχαμε ακόμη θερινό ωράριο και το απόγευμα της Ευρώπης είναι μεγάλο και φωτεινό (αν έχουμε τύχη της ηλιοφάνειας). Είχε πάει εννιά το βράδυ και έπρεπε να φύγω αλλά λυπόμουν να τον αφήσω μόνο του, δεν έδειχνε κιόλας σημάδι ανυπομονησίας να φύγει (γαμώτο – είναι κι αυτό ένα άλλο χαρακτηριστικό: γνωρίζω τον άλλο πλατωνικά και δεν με εξιτάρει μετά η οποιαδήποτε προοπτική να κάνω κάτι μαζί του γιατί γνώρισα πρώτα την ανθρώπινη του πλευρά κι 'όχι την ενστικτώδη συμπεριφορά του στην αναπαραγωγή. Τι λόξα κι αυτή...). Τον κάλεσα να 'ρθει μαζί στο σπίτι αφού έπρεπε να δουλέψω για κανένα μισάωρο με την προοπτική μετά να συνεχίσουμε για ένα πότο. Δεν αρνήθηκε (πάλι γαμώτο...ψιλοβαριόμουνα, πόση κουβέντα πια φτάνει) και με ακολούθησε στο σπίτι.

Ξάπλωσε στον τρίμετρο μου καναπέ, έβγαλε πρώτα τα παπούτσια, επιτέλους είχε βγάλει και το γυαλί και το διαρκές χαμόγελο κάπου έγινε μια σταθερά στο πρόσωπο του και τον άφησα να ακούει μουσική ενώ είχα πάει στο δωμάτιο δίπλα με τον υπολογιστή για να δώσω κάποια δεδομένα. Δεν ένιωθα πολύ άνετα, μου έβγαινε το φιλοξενικό μου και τον ρωτούσα κάθε τρία δευτερόλεπτα αν ήταν εντάξει, αν χρειαζόταν κάτι κου λου που αλλά δεν ήθελε τίποτε, ήταν πολύ ολιγαρκής. Άρχισε να με κυριαρχεί η περιέργεια πως θα ήταν στο κρεβάτι. Ήταν και κάπως παράξενο να μην ήθελε σεξ... του πούστη δηλαδή, υπάρχει γκέι που να μην θέλει πότε σεξ μ έναν άγνωστο; Αν υπάρχει θέλω να τον γνωρίσω...

Τελείωσα την δουλειά μου και πήγα στο σαλόνι, κάθισα δίπλα του και συνεχίσαμε την κουβέντα. Πόση κουβέντα πια. Έβγαλε μαλλί η γλώσσα μου. Πότε θα με πηδήξει επιτέλους; Κι επιτέλους με πλησίασε, μου χάιδεψε το κεφάλι και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. .....Αυτό ήταν; Που ήταν το σκίρτημα που έπρεπε να νιώσω καθώς ο Τοπ Γκαν με χάιδευε και με φιλούσε; Που ήταν το πάθος του φιλήματος, η μανία, η αχαλίνωτη όρεξη; Όλα αυτά δεν ήταν εκεί, που ηταν δεν ξερω παντως εκει οχι. Το μόνο που ήταν εκεί ήταν ένα ξενέρωμα. Τι να έκανα; Ήταν φιλοξενούμενος μου κι έλληνας... δεν μπορούσα να του φερθώ όπως σ 'έναν Γερμανό. Θυσιάστηκα λοιπόν στον βωμό της φιλοξενίας και πηδήχτηκα μαζί του. Αν διάβαζα κατά την διάρκεια του πηδήματος Τολστόι θα ήταν πιο οργασμικό από το να τον αφήσω να με πηδήξει. Από την άλλη ήταν γλυκός, ήταν τρυφερός και η παρέα του ήταν πολύ ευχάριστη. Δεν ήταν ανάγκη να ήταν και το σεξ καλό (δεν αντιπροσωπεύω αυτή την πεποίθηση βέβαια φανατικά αλλά να λέμε). Τελειώσαμε με χίλια ζόρια (τι βάσανο) και τον επαίνεσα για την απόδοση του (εδώ έπρεπε να πέσει κεραυνός να με κάψει). Πάνω στον έπαινο παραδέκτηκε με μια αθωότητα ότι είναι γενικά γνωστό ότι είναι θερμόαιμος κι εκεί πια το βούλωσα γιατί δεν υπήρχε τίποτε άλλο να προσθέσω.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

epitelous gyrises

GreekInGermany είπε...

you are back!

rose είπε...

ομορφε, πολύ γνωστή η τροπή της ιστορία σου
:-(

να περνάς καλά και για να μην απογοητεύεσαι προτείνω να επιλέγεις το άτομο πρώτα και να του φοράς εσύ ότι στολή γουστάρεις

:-)