Αναγνώστες

Τετάρτη 30 Ιουλίου 2008

Η επιστροφή της Cher

Ακόμα μια νύκτα με βρήκε να περιδιαβάζω στο δασουδι. Σκέπτομαι να μετακομίσω εκεί μ’ ένα αντίσκηνο να μην κάνω τον κόπο κάθε βράδυ να πηγαίνω τα πεντακόσια μέτρα απ’ το σπίτι μου μέχρι εκεί με το αυτοκίνητο. Γιατί ναι μεν εγώ είμαι εθισμένος στον αθλητισμό γενικώς αλλά να διεκπεραιώσω καθήκοντα το κάνω μόνο με το αυτοκίνητο. Πως θα επιζούσε διαφορετικά η κυπριακή μου φύση τόσα χρόνια στο εξωτερικό;

Έπαιρνα το μονοπάτι το πονηρό που παίρνει στην κατηφόρα τη μεγάλη και απολάμβανα τα άστρα, τον ουρανό, τα πλοία της Ocean Tankers που περίμεναν πολύ υπομονετικά να ξεφορτωθούν το γαμημένο το νερό.

Οι γάτοι βρίσκονταν ακριβώς στις ίδιες ιστιοσανίδες απλωμένοι και νωχελικοί και η υγρασία στα ιδία ψηλά επίπεδα. Ήμουν αγχωμένος γιατί άρχισε να μου την δίνει με την υγρασία κάθε βράδυ…Βαρέθηκα να κάνω σεξ και να βγαίνω ιδρωμένος απ’ τους θάμνους. Μου είναι όμως συνειδητό ότι δεν μπορώ να τα έχω όλα: Καλύτερα ιδρωμένος και ικανοποιημένος παρά στεγνός και σπαρκωμενος!


Οι σκιές που περπατούσαν σχεδόν οι ίδιες. Μου είναι όλες γνώριμες. Άλλες παχουλές, άλλες θηλυπρεπείς και λικνιστές, άλλες αρρενωπές που μόνο με την εμφάνιση τους μπροστά στα πράσινα μου μάτια με κάνουν να θέλω να πέσω στο έδαφος και να σπαρταρώ από ηδονή. Το λέω και το ξαναλέω: Ο κύπριος άντρας έπαθε γενετική μετάλλαξη η απλά ο Θεός τον λυπήθηκε και του έδωσε μια ευκαιρία. Άγνωστο. Το αποτέλεσμα μετρά.

Έπαιρνα κάποιες σκιές από πίσω και ήμουν ως συνήθως στον κόσμο μου όταν είδα κάποιον να έρχεται από την απέναντι κατεύθυνση. Το κοίταξα αδιάφορα συνεχίζοντας την καταδίωξη όταν σταμάτησα απότομα και φώναξα ένα όνομα χωρίς να ‘μαι σίγουρος ότι ήταν αυτός που φώναξα. Ο άλλος, κι’ αυτός αβέβαιος τι τον κτύπησε βραδιάτικα κοντοστάθηκε και γύρισε το κεφάλι να με δει. Ήταν η πιο ακατάλληλη στιγμή γιατί στο παγκάκι παρακάτω κάθονταν δυο πουλάκια που είδα από μακριά με λαγνεία να περιμένουν να πλησιάσω και η αναπάντεχη συνάντηση μου χάλασε το θήραμα.

Κοντοστάθηκε ο ακόμα άγνωστος και γύρισε το κεφάλι κοιτάζοντας με παρατηρητικά. Και ξαφνικά βγήκε απ’ το λαρύγγι του, που υπήρξε χώρος φιλοξενίας αμέτρητων ανδρισμών ανάμεσα την υφήλιο μια τσιριχτή φωνή και ένα φωνήεν : «αααααααααααααα».
Το θήραμα μου εξαφανίστηκε στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση κι εγώ έμεινα αθηρευτος και πεινασμένος, με την κραυγή του στ’ αυτιά μου να ηχεί και τα χέρια του να με αγκαλιάζουν και τα δικά μου να τον αγκαλιάζουν.

Τα μάτια μου δεν με είχαν ξεγελάσει αν και είχα να τον δω πάνω από μια δεκαετία. Ήταν τώρα πιο παχουλός, τα μαλλιά του γκριζάρισαν ακόμα και κάτω από το φως της νυκτερινής λάμπας του μονοπατιού και είχε κάνει κοιλιά. Το πρόσωπο του ήταν το ίδιο μόνο πιο κουρασμένο, πιο μοναχικό και γερασμένο.
Τον είχα ξεγράψει εντελώς πια από τον κατάλογο των ζωντανών που θα ξανάβλεπα στην ζωή μου. Είχα κάνει αμέτρητες προσπάθειες να τον βρω, τηλεφωνήματα στην Νέα Υόρκη, ηλεκτρονικά ταχυδρομεία αλλά καμία απάντηση τα τελευταία δέκα χρόνια. Εκεί που νόμιζα ότι είχε αποχαιρετίσει τα εγκόσμια, άκουσα από μια κοινή γνωστή μας ότι έρχεται Κύπρο τακτικά. Εκεί είχα απογοητευτεί. Μου είχε τύχει πολλές φόρες στην ζωή μου αυτοί που νόμιζα φίλοι να με εγκαταλείπουν χωρίς λόγο και αιτία, να εξαφανίζονται από την μια μέρα στην άλλη χωρίς ποτέ να μάθω το γιατί. Τα παραδείγματα αμέτρητα.

Όταν σταμάτησε το αγκάλιασμα και το αμοιβαίο πιάσιμο του προσώπου στα χέρια μας σαν έντονη έκφραση της χαράς που νιώσαμε αρχίσαμε το αμοιβαίο καλωσόρισμα.
- «Ρα σσιλλα, που εχαθηκες μαλακισμενη;»
- «Εγω ρα η εσου, ρα σαρκα του δημαρχειου;»

Πόσο λατρεύω την κυπριακή διαλεκτό. Και πόσο μου λείπει να την ακούω. Δεν μπορώ να την μιλήσω εκατό τα εκατό, στο κάτω δεν μεγάλωσα και με εκατό τα εκατό κύπριους γονείς, αλλά η διάλεκτος είναι η αγαπημένη μου. Μιλώ ήδη πέντε γλώσσες και μ’ αρέσουν και οι πέντε αλλά σαν την κυπριακή έκφραση δεν είναι καμία. Η κάθε γλώσσα έχει την γοητεία και τον πλούτο της, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο, παρ’ όλα ταύτα όμως εγώ λατρεύω το σύνολο της κυπριακής διαλέκτου. Κι’ όταν λέω σύνολο, εννοώ όχι μόνο τις λέξεις και τις εκφράσεις, η έκφραση μιας γλώσσας έχει προσωπικότητα και φύση όταν την μιλούν οι άνθρωποι που γαλουχηθήκαν μαζί της. Αν βάλεις έναν Γερμανό να μιλήσει κυπριακά θα ‘ναι τουλάχιστον απελπιστικό. Άκουσε όμως έναν σκουλλο η έναν κουλλουφο: θα είναι μια σκέτη απόλαυση. Ιδιαίτερα αν αυτός ο αυθεντικός κύπριος είναι και γκέι (τώρα μην μου πει κάνεις ότι προσπαθώ να γκειοποιησω την κυπριακή διάλεκτο, θα ξεράσω).

- «Που εχαθηκες κόρη;»
- «Εγω δαμε ειμαι ρα, εσυ;»
- «Ρα, μα περιπαιζεις με; Ξερεις ποσες φορες επια σε τηλεφωνο τζιαι εστειλα τζιαι μηνυματα αλλά τιποτε;»
- «Μα που ρα; Σε ιντα αριθμους επιαννες;»
- «Σε τζινους που μου εδωκες.»
- «Μα πριν δεκα γρονια ρα; Κορη μου αλλαξα δεκα αριθμους που τοτες.»

Δεκα χρόνια είχα να δω να την τρελή. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς γνωστός σε ακτίνα αναγνώρισης ούτε και κανένα καυλιάρικο τεκνό γιατί και ρεζίλι θα γινόμουν με το κράξιμο που γινόταν το αμοιβαίο αλλά και κανένας άντρας που έψαχνε άντρες αρρενωπούς δεν θα έμενε σε ακτίνα βολής. Και δεν θα τον αδικούσα. Τέτοια κραξίματα δεν είναι καθόλου το ύφος μου. Αλλά όταν βλέπω συγκεκριμένα άτομα είναι σαν μεταδοτική αρρώστια. Μια πολύ ευχάριστη αλλαγή.

Είχαμε ιδωθεί το ενενηντα οκτω Χριστούγεννα για τελευταία φορά. Τον ήξερα από τον καιρό του γυμνασίου. Ήταν μια προσωπικότητα της εποχής: Τρελός, αχαλίνωτος, απ’ τους πρώτους ημιφανερους γκει που δεν έδιναν δεκάρα για το τι θα έλεγε ο κάθε μαλακας. Ήταν φόβος και τρόμος για τους κομπλεξικούς και συντηρικλες όταν τους έπιανε δικαιολογημένα στο στόμα του και ήταν επίτευγμα για τον καθένα που κατάφερνε να τον κάνει παρέα. Ήταν τρία η τέσσερα χρόνια πιο μεγάλος από μένα και δεν υπήρχαν οι ανάλογες συνθήκες τοτε να γίνουμε φίλοι. Γνωριζόμαστε εξ όψεως, ίσως να ‘χαμε πει και δεκα φορες ένα καλημέρα γιατί έτυχε να ‘χουμε κοινούς γνωστούς. Ήταν για μένα κάτι το αδιάφορα άπιαστο. Γελούσα με τα αστεία του αλλά για την φοβισμένη μου κομπλεξική φύση στα χρόνια της εφηβείας ήταν κάποιος που απέφευγα θεληματικά για να μην μου βγει το όνομα (τρομάρα μου). Η συμπάθεια ήταν όμως αμοιβαία.

Όταν επέστρεψα από την Αμερική και κάθισα για ένα καλοκαίρι στην Κύπρο πριν κάνω την καραμαλακια την μεγάλη να επιστρέψω στους Ναζί και να μου πέσει ο λαχνός του Σσιατς έτυχε να ξαναβρεθούμε, φτασμένα πια ονόματα στον κοινό μας τομέα, στην πιάτσα, σ’ ένα μπαράκι. Και ένα καλοκαίρι ολόκληρο κάναμε φοβερές πλάκες, ήταν ένα καλοκαίρι πνιγμένο στην ευθυμία. Ο Μαικ είχε ένα μοναδικό ταλέντο να αυτοσαρκάζεται και να ειρωνεύεται καταστάσεις και άτομα. Αν μπορούσε κάποιος να καταλάβει το χιούμορ του και τις κακίες του μπορούσε να περάσει καλά μαζί του. Αν όχι θα ήταν σίγουρα ένα απ’ τα θύματα του. Κι’ αυτά ήταν πολλά. Εγω όμως γελούσα πολύ μαζί του. Με το πέρασμα των μηνών των καλοκαιριάτικων ήρθαμε πιο κοντά ο ένας στον άλλο και μιλήσαμε και πολύ προσωπικά. Κι’ εκεί ήταν που έμαθα τις τραγικές του αλήθειες. Κι’ εκεί ήταν που επιβεβαίωσα αυτό που εγώ ζούσα για μένα, ότι το χιούμορ και αυτοσαρκασμός αλλά και η κακία ελαφριάς μορφής είναι μόνο μάσκες που καλύπτουν τραγωδίες, δράματα, ανασφάλειες και πόνους, ακόμα και την αργή πορεία προς τον θάνατο.

Το καλοκαίρι πέρασε, πήγα Γερμάνια, γνώρισα τον Σσιατς και ξέχασα την ανέμελη μου ζωή στην Κύπρο. Ένα χρόνο μετά κατέβηκα στο νησί με το καινούργιο μου τρόπαιο, τον Σσιατς για να περάσουμε μαζί με την οικογένεια μου Χριστούγεννα. Όσο κι’ αν αγαπώ την Κύπρο, το να περνάς τον χειμώνα στην Κύπρο είναι βάσανο. Όλα είναι ήσυχα, φτιαχτά, δεν μπορείς να βγεις έξω και να απόλαυσης τον μεσογειακό καιρό όπως γίνεται το καλοκαίρι, όλα ειναι σε λήθαργο. Όπως ήμουν εγώ κι’ ο Σσιατς.

Ήταν ο χειμώνας που έκανε θραύση η Cher με το „Βelieve“, όλοι είμαστε ξετρελαμένοι με τον καινούργιο της δίσκο. Ήταν ο χειμώνας που το Gioa στην Λεμεσό ζούσε ακόμα τα χαι του, ήταν κι’ από τα τελευταία, κι’ όπου μας έχανες και μας έβρισκες είμαστε εκεί για καφέ. Στον χρόνο που πέρασε ο Μαικ είχε πάει πίσω στην Νέα Υόρκη όπου ζούσε τουλάχιστον για δεκαπέντε χρόνια. Κι’ εκείνα τα Χριστούγεννα κατέβηκε κι’ αυτός στο νησί.

Πάλι βρεθήκαμε τυχαία και πάλι είχε πέσει κράξιμο. Αυτή την φορά στα μάτια του ολιγομίλητου Σσιατς ο οποίος απολάμβανε την παρέα του Μαικ. Βρισκόμαστε συχνά για τον απογευματινό καφέ οι τρεις μας μαζί με τον αδελφό μου (καραστρεητ χωρίς κανένα πρόβλημα και ο μεγάλος, ανεκπλήρωτος έρωτας του Μαικ, που προσπαθούσε να μας πείσει όλους, και τον αδελφό μου μαζί ότι ακόμα είναι γκει που δεν βγήκε απ’ το ντουλάπι - μην χεσω!).

Ένα βράδυ πήγαμε οι τρεις μας στον μόλο της Λεμεσού, ο οποίος είχε μόλις εξωραϊστεί. Από καταγώγιο είχε γίνει μια πολύ όμορφη προκυμαία που μπορούσες να κάνεις μεγάλους περιπάτους, να περπατήσεις πάνω στην ανακαινισμένη αποβάθρα και να απολαύσεις την αλμύρα της χειμωνιάτικης θάλασσας, το άκουσμα της, το σπάσιμο των κυμάτων στους βράχους, μακρινές αναμνήσεις και εικόνες από τα καλοκαίρια που περνούσαν και που θα ‘ρχονταν.
Δεν ήταν καμιά ιδιαίτερη δραστηριότητα, αλλά ήταν ρομαντική, ανέμελη και ήρεμη εμπειρία. Το κάναμε συχνά, χειμωνιάτικα και βραδιάτικα να περπατούμε στον μόλο.
Και σε έναν από τους περιπάτους μας, ο Μαικ μας εξέπληξε.

Δεν είχα ιδέα ότι έκανε τραβεστί σώου στην Νέα Υόρκη. Δεν ήταν το βασικό του επάγγελμα αλλά δεν είχα ιδέα ότι είχε τέτοια ταλέντα. Μας έβαλε να καθίσουμε σ’ ένα παγκάκι, απέναντι από τους βράχους του μόλου, με τα κύματα να σπάζουν από πίσω του και μας παρουσίασε μια γενετικά μεταλλαγμένη Cher. Όχι μόνο μια μεταλλαγμένη αλλά χωρίς υπερβολή μια πολύ καλύτερη Cher. Άρχισε να τραγουδά το χιτ της σαιζόν με χωρίς υπερβολή την ίδια απαράλλακτη φωνή της, το ίδιο βαθειά κι εκφραστική και μας έκανε, χωρίς τα ανάλογα ρούχα βέβαια, αναπαράσταση του χορευτικού του Video Clip.

Εγω κι’ ο Σσιατς μείναμε το στόμα ανοικτό απ’ τον ενθουσιασμό μας. Δεν είχαμε ξαναδεί τέτοιο επαγγελματικό σώου από γνωστό η φίλο και δεν είμαστε καθόλου προετοιμασμένοι για τέτοια έκπληξη. Ο Μαικ παίρνοντας τα πάνω του απ’ τον ενθουσιασμό μας, μας παράσυρε στην ανακαινισμένη αποβάθρα που την μετέτρεψε σε μια πασαρέλα και καταπόντισε με όλες τις επιτυχίες της Cher. Είχαμε μείνει αποσβολωμένοι. Ξεπετάχτηκε μπροστά μας ένα κρυφό ταλέντο, μια κρυμμένη καλλιτεχνική φλέβα που κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί.
Η Cher ξαναγεννήθηκε.

Ήταν η τελευταία φορά που τον είχα δει. Στα δεκα χρόνια που πέρασαν, τράβηξε ο καθένας τον δικό του δρόμο και σταυρό.

Καθίσαμε σ’ένα από τα παγκάκια του μονοπατιού και παρασυρθήκαμε απ’ τα συναισθήματα που μας κατέκλυζαν. Ήταν απερίγραπτα όμορφο να ξαναβρώ μια αυθεντία απ’ το παρελθόν. Ήταν ένα μέρος των αναμνήσεων μου. Αλλά δυστυχώς παρέμεινε μόνο αυτό. Μετά από μια ώρα πνίγηκε ο καθένας στις δικές του σκέψεις και βλέποντας πόσο αργά πήγε, χωρίσαμε ανταλλάσοντας τηλέφωνα.

Κρατάμε την επαφή από εκείνο το βράδυ. Αλλά οι ωκεανοί που μπήκαν ανάμεσα μας είναι πια αδιάβατοι και εμείς πολύ αδύναμοι να τους κολυμπήσουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: