Αναγνώστες

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

Ξεθωριασμένο Πέος

„Η μεγαλύτερη ψυχική σύνδεση είναι αυτή με την πρώτη αγάπη“
Dr. Klaus Biedermann, Μέντορας και Personal Coach μου.

Δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να βρεθώ μαζί του αυτό το καλοκαίρι. Είχα να τον δω δύο η και τρία ακόμα χρόνια και την τελευταία φορά που είχαμε έντονη και συχνή επαφή ένιωσα κουρασμένος πολύ από την παρουσία του. Είναι ένας τυπικός Κύπριος: σε κάνει παρέα έντονη και συχνή όσο καιρό έχει να ξεφορτωθεί όλα του τα ψυχικά σκουπίδια και μόλις ξελαφρύνει λίγο σε γράφει στα παπάρια του η σε κάνει να νιώσεις ότι δεν έχεις μεγάλο ρόλο στη ζωή του. Βασικά δεν είναι τόσο μαλάκας όσο τον περιγράφω, αλλά ένα μέρος είναι αλήθεια.

Να απαγκιστρωθώ όμως εντελώς δεν μπορούσα και δεν ήθελα (μήπως αυτό δεν είναι και το πρόβλημα μου με τον Σσιάτς; Δεν μπορώ απλά να χάσω αυτά που κατακτώ, που θεωρώ δικά μου έστω κι’ αν είναι καρκινογόνα – αν κάποιος γράψει κάποτε ένα βιβλίο για μια αρρωστημένη, ψυχωτική αδελφή, είμαι σίγουρος ότι ο ρόλος-μοντέλο θα είμαι εγώ).


Ο αδελφός μου είχε κόψει σχέσεις μαζί του εδώ κι’ ένα χρόνο ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο αλλά αυτό δεν είναι βάση σύγκρισης: όταν ο αδελφός μου ασκεί κριτική ποδοπατεί τους πάντες και τα πάντα. Άλλο αν έχει τις περισσότερες φορές δίκιο. Προσπάθησα να τον πείσω να ‘ρθει μαζί μου αφού ο άλλος με τρέλανε αλλά το αδέλφι μου ήταν ανένδοτο. Άλλη αλλοπρόσαλλη ψυχή αυτός. Ο Σάκης ήταν πλατωνικά ξετρελαμένος με τον αδελφό μου. Έβλεπε σ’ αυτόν εμένα στην στρέιτ έκδοση. Κι’ αυτό ήταν κάτι που τον εξίταρε: μαζί του δεν είχε το μαύρο στίγμα που τον ακολουθεί εδώ και είκοσι δυο χρόνια κι έτσι η αρρωστημένη του συνείδηση του επέτρεπε να ήταν κολλητός μαζί του χωρίς τύψεις.

Με μένα ήταν διαφορετικό. Είχαμε μια άλλη σύνδεση αν και εγώ τον είχαμε πια απομυθοποιήσει. Η σύνδεση όμως παρέμενε. Δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω το γιατί. Μέχρι που άρχισα τα μεταπτυχιακά σαν Personal Coach και τότε κατάλαβα μαθαίνοντας βασικές αρχές της ψυχολογίας γιατί με μας τους δυο είναι έτσι και έτσι πάντα θα μείνει. Είναι το αρχέτυπο της ανθρώπινης ψυχής, έτσι είναι η δομή του ανθρώπινου συναισθήματος από τον καιρό που δημιουργήθηκε ο χόμο σάπιενς. Μπορεί να υπάρχει απομυθοποίηση και απόσταση ίσως και πάγωμα επαφής αλλά η πρώτη αγάπη παραμένει πρώτη αγάπη. Έστω κι’ αν χρόνια μετά συνοδεύεται από μίσος, αδιαφορία, ψυχρότητα η δεν ξέρω κι’ εγώ τι, κάτι μέσα στην ψυχή μας, μας δένει μαζί της, κρατεί μιαν ανάμνηση ζωντανή και σε στιγμές αντικειμενικές, ξεγυμνωμένης ειλικρίνειας μεταξύ του εγώ και του alter ego μας αυτή η ανάμνηση, αυτή η σύνδεση είναι δυνατή, κάποτε σε στιγμές αδυναμίας εξουθενωτική, αλλά σίγουρα δυνατή. Ο μέντορας μου είχε δίκιο. Τότε μόνο κατάλαβα συνειδητά γιατί είκοσι δυο ολόκληρα χρόνια δεν έφυγε από τη ζωή μου. Τότε μόνο κατάλαβα γιατί είκοσι δυο ολόκληρα χρόνια δεν τον ήθελα βασικά να φύγει από την ζωή μου, την ανάμνηση μου και την ψυχή μου. Γιατί απλά δεν μπορούσα να τον διαγράψω σαν αρχείο, ήταν εκεί, βασικό δεδομένο ενός λειτουργικού που δεν μπορούσε να δουλέψει χωρίς αυτό.

Ο αδελφός μου με άφησε στην πόρτα του σπιτιού-βίλλας (όπως όλα τα κυπριακά σύγχρονα σπίτια της νεώτερης δήθεν νεοπλουτιστικής κυπριακής τάξης του εσωτερικού δανεισμού, της αφαίμαξης των γονιών και πεθερικών, του βιασμού των πιστωτικών καρτών, της γελοίας επίδειξης του ανυπάρκτου πλούτου και ικανοποίησης του ψευδοανώτερου γαμημένου εγώ – πω, πω τι φαρμάκι ήταν αυτό που έχυσα; Αν όμως έχω άδικο περιμένω σχόλια) κι’ έφυγε αφήνοντας με εκεί με ανάμικτα συναισθήματα για το τι με περίμενε το βράδυ που θα ακολουθούσε.
Μπήκα στην νεοπλουτιστική βίλλα των σχεδόν διακοσίων τετραγωνικών οικιστικής επιφάνειας, στρωμένης με αυθεντικό μάρμαρο, με συμπαθητικό κήπο μεσοαστικού βεληνεκούς και ένα ολοκαίνουργιο Πασσάτ στο γκαράζ. Γαμώτο έπρεπε να ήμουν κι εγώ στρέιτ, να μην σπούδαζα, να είχαμε γενικό απολυτηρίου δεκατρία και να παντρευόμουν δυο φόρες και να έσπερνα τρία παιδιά. Τώρα θα είχα κι’ εγώ τόσα χρέη και τέτοια σπίτια. Πόσο μαλάκας είμαι. Τόσο μαλάκας που τα παΐδια του τ’ αγαπώ σαν νά 'ταν δικά μου κι’ αυτά εμένα σαν μεγαλύτερο αδελφό.

Με υποδέχτηκε πρώτα η νυν του, μια γλυκεία φαουσίτσα κατά το κυπριακό και μετά αυτός αφού τελείωσε ένα τηλεφώνημα του. Ήρθε κοντά μου λουσμένος μ’ ένα αστραφτερό, αυθεντικό χαμόγελο, άνοιξε διάπλατα τα χέρια του και με αγκάλιασε σφικτά φιλώντας με σταυρωτά. Μετά κοιταχτήκαμε στα μάτια εξερευνώντας ο ένας τον άλλον πάντα κάτω από το βλέμμα της μεγαιρίτσας. Τα παιδιά του ήταν κι’ εκείνα εκεί, κάθονταν στο τραπέζι του κήπου κι’ έδειχναν να χαίρονται κι’ αυτά αυθεντικά για τον μπαμπά τους που χαιρόταν. Ήταν ένα από τα καλά του καλού μου. Δεν είχε διπλή προσωπικότητα: αν χαιρόταν χαιρόταν κι’ αν ήταν μίζερος ήταν μίζερος. Δεν υπήρχαν γκρίζα στη ζωή του. Από την άλλη αυτό ήταν άσχημο γιατί αν υπήρχε λίγο γκρίζο ίσως να ‘μουν κι’ εγώ μέσα σ’ αυτό…χωρίς να ‘μαι σίγουρος αν το ήθελα κιόλας.

Τον κοίταξα ερευνητικά. Είχε βάλει πάνω κάτω δέκα κιλά τους τελευταίους τρεις μήνες αφότου είχε κόψει το κάπνισμα. Εγώ έχω μανία με τα ανορεξικά α λα Κέητ Μος η παιδιών της Μπιάφρα (άστε τώρα δεν χωρεί συζήτηση πάνω σ’ αυτό, είμαι ψώνιο σε ορισμένα θέματα, γνωστό γεγονός μέχρι τώρα) αλλά γι’ αυτόν θα έκανα την εξαίρεση. Κατά τα άλλα τον ξεπέρασα…Ναι είχε κάνει την κοιλίτσα του από τις έξη καθημερινές βραδιάτικες μπύρες που κατέβαζε κάθε βραδύ σε αντικατάσταση του τσιγάρου. Θα ‘μενε μόνος του ο Σσιάτς; Άρχισα να πιστεύω ότι το κάρμα μου με φέρνει πάντα κοντά σε ανθρώπους που έχουν την επιρρέπεια στην αιθανόλη. Κάποιου το χρέος πρέπει να πληρώνω σ’ αυτή τη ζωή, αυτό είναι πια σίγουρος. Ναι ο γλυκός μου, είχε κάνει κοιλίτσα, έπινε τις μπυρίτσες του, δεν έχανε ποτέ τον έλεγχο του και εκείνη την στιγμή ένιωσα ότι ένιωθα πάντα πριν από την απομυθοποίηση. Ότι αυτός κι’ εγώ, είτε απ’ ευθείας είτε με την προβολή στον αδελφό μου, έχουμε τελικά αυτή την αιωνία, ανεξίτηλη και ακούραστη σύνδεση. Τώρα δεν ξέρω αν αυτό είναι άθλος για να ‘ναι κάποιος περήφανος η όχι, αλλά αρνητικό δεν είναι σίγουρα.

Δεν θυμάμαι καν πως είμαστε τότε στο κρεβάτι. Δεν έχω ιδέα πια πως ήταν η ανατομία του και η περιέργεια δεν σταμάτησε ποτέ να ζει μέσα μου. Αλλά η εικόνα του είναι τόσο ξεθωριασμένη όσο οι εικόνες απ’ τα παιδικά μου χρόνια. Το μόνο που θυμάμαι και δεν ξεθώριασε είναι το πάθος που είχαμε τότε. Και την αγάπη την βραχυπρόθεσμη που νιώσαμε σαν ένα.

Καθίσαμε στον κήπο. Η καλοκαιρινή βραδιά ολοκλήρωνε την αυτοκρατορία των αισθημάτων. Όμορφα, απλά, ευχαρίστα αισθήματα. Όλα ήταν πιο όμορφα απ’ την ανάμνηση του Σσιατς. Αρχίσαμε την περιδιάβαση στο παρελθόν που μας χώριζε των τελευταίων δυο χρονών. Μου είπε τα δικά του: Η κόρη του, μια κούκλα απαράμιλλη φεύγει για σπουδές, ο γιος του η αρσενική έκδοση της μάνας και πρώην γυναίκας του, του παίζει τα νευρά μαντολίνο, ο δεύτερος του κοιμόταν σαν αγγελούδι. Με ρώτησε μετά για μένα. Του είπα για τον Σσιατς περιληπτικά. Τον ήξεραν από κοντά, τον γνώρισαν στα χρόνια της Ολλανδίας, δεν ήταν και η συμπάθεια τους. Είδα το σοκ στα πρόσωπα τους και συντόμευση την ιστορία στο ελάχιστο. Δεν ήθελα ούτε κι’ εγώ να την ακούσω, δεν είχαμε την δύναμη, αρκετή δύναμη κατανάλωνα στις σκέψεις που με κατατρέχουν ακόμα και στις διακοπές μου.

Πέρασα το βράδυ με μια απλή, μέση κυπριακή οικογένεια κι’ ένιωσα για πρώτη φορά μετά από καιρό ότι κάπου είχα κι’ εγώ μια δεύτερη οικογένεια, μόνο που δεν ήξερε κανένας γι’ αυτή εκτός από εμένα κι’ αυτόν. Μετά από είκοσι δυο ολόκληρα χρόνια, είμαστε ακόμα ένα. Κι’ έμαθα ότι τελικά δεν ξέρω τίποτα από την ζωή και τι θα μου φέρει…
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

1 σχόλιο:

rose είπε...

ομορφη πικρογλυκη ιστορια..