Αναγνώστες

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2008

Οι βιλλοκαμένοι κατακτημένοι (3)

Παρήγγειλα ένα δεύτερο κρασί. Είχα κάπως χαλαρώσει κι’ άρχισα να διακρίνω τους όμορφους και τους ελκυστικούς. Άρχισα να μιλώ και πιο δυνατά. Το έχω αυτό να είμαι γενικά πουλλαοφωνος. Ευτυχώς σε πολύ αντρουα βερσιόν. Ο φίλος μου διασκέδαζε μαζί μου. Πρήξαμε ο ένας τον άλλο στο «κόρη» και στο «ρα» αφού κανένας δεν μας καταλάβαινε. Κράξιμο κανονικό μέχρι εκεί που δεν πήγαινε. Αλλά μόνο λεκτικό. Οι κινήσεις και η στάση μας παράμενε στάνταρτ αντρουα. Αλλά αυτό τώρα είναι άσχετο. Το έγραψα για να γεμίζω τις γραμμές…

Τέλειωσα το κρασί μου και ο φίλος μου είχε ήδη αρχίσει να κάθεται πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. Ήθελε οπωσδήποτε να περπατήσουμε στον βραχίονα, πάνω κάτω, σαν σε νυφοπάζαρο.

Ήταν ακόμη νωρίς σχετικά και κανένα γκέι φιλικό μέρος δεν είχε ανοίξει τις πόρτες του. Πληρώσαμε τις δήθεν πάμφθηνες τιμές (παπάρια…αυτή ήταν η φτηνή Κερύνεια;…αστέ μας ρε παιδιά…ένα Ευρώ πιο κάτω από την Λεμεσό…άκου εκεί φτηνά…ευτυχώς που δεν κάτσαμε να φάμε δηλαδή) και τραβήξαμε το δρόμο μας προς τον κερυνειώτικο μόλο.

Ίσως να ακούγεται πάλι καρακίτς το πράγμα αλλά μ’ αρέσουν τέτοιοι περίπατοι. Άκουγα την ήρεμη θάλασσα να σπάει στα βράχια απαλά, έβλεπα το διακριτικά φωτισμένο λιμανάκι με τα κτίρια του και το κόσμο του να σφύζουν από μια ήρεμη ζωή, να ερωτεύονται άϋλα οργασμικα και βρισκόμουν σε νιρβάνα. Τόσος κόσμος κανένας θόρυβος, μόνο ήχοι ερωτιάρικους συνύπαρξης: από Buena Vista Social Club μέχρι House και Techno. Όλα ήρεμα, ρομαντικά, χαλαρά. Ναι, χαλαρά, αυτή είναι η περιγραφή που ταιριάζει στην εικόνα, χαλαρά, απολαμβάνοντας μια ουτοπική στιγμή της ζωής.

Βλέπαμε τα ζευγαράκια που περπατούσαν νωχελικά και τα ζηλεύαμε. Άλλοι σκαρφάλωναν στους βράχους για ψαχουλευτούν πιο άνετα, κρυμμένοι δήθεν απ’ τα μάτια του κόσμου. Κι’ ο κόσμος αδιαφορούσε πλήρως για το ψαχούλευμα. Άλλοι κάθονταν στα παγκάκια κι’ μασουλούσαν ξηρούς καρπούς ενώ άλλοι βρίσκονταν μέσα στα κότερα τους κι’ έβλεπαν αποχαυνωμένα τηλεόραση. Κι’ εμείς στην τσάρκα του νυφοπάζαρου. Ήμουν σε διακοπές!

Αφού κάναμε τουλάχιστον δέκα χιλιόμετρα πάνω κάτω αποφάσισα να χωρίσω με τον φίλο μου και να πάω να ανακαλύψω τις εικόνες που ήταν κρυμμένες πίσω από την πρόσοψη. Πέρασα μπροστά από το λιμάνι με κατεύθυνση την απέναντι μεριά, κάπως μακριά απ’ τα φώτα. Αντιλήφτηκα ότι υπήρχαν ένα δυο ξενοδοχεία με ελληνικά ονόματα. Παραξενεύτηκα. Θα θυμόμουν να ρωτήσω τον φίλο μου γι’ αυτό. Δεν ήταν μόνο τα ξενοδοχεία. Ήταν και κάποιες ταβέρνες με ελληνικά ονόματα. Πολύ παράξενο.

Μπήκα στα σοκάκια τα πισινά τα πλακόστρωτα και πίστεψα για μια στιγμή ότι βρισκόμουν σε μια Μύκονο με διαφορετικό χρώμα απ’ το άσπρο. Το θαύμα, η έκπληξη συνεχιζόταν. Περπάτησα αρκετή ώρα, πήρα σβάρνα όλα τα σοκάκια κι’ ανακάλυψα ότι άρχισα να ερωτεύομαι αυτό που δεν έπρεπε. Βρήκα τον τόπο που θα ήθελα να έκανα διακοπές στο μέλλον. Παντού κυριαρχούσε μια νωχελικότητα, μια γλυκιά απ’ την ζεστή κούραση που θύμιζε την Κούβα του Χέμινγκγουεη της δεκαετίας του σαράντα πενήντα. Αυτές οι εικόνες, αυτή η ενέργεια δεν υπάρχουν πια, είναι μυθιστορηματικές, αναμνήσεις ξεθωριασμένες στα κεφάλια όσων ακόμα ζουν ή εικόνες σε παλιά φιλμ αλλά σίγουρα σπάνια πραγματικότητα στον σημερινό κόσμο. Κατάλαβα γιατί στην δεκαετία του εβδομήντα αρχές κατέβηκε το Χόλυγουντ εδώ και γύρισε την «Αμαρτία» με την Ρακελ Γουελς…έξυπνοι αρκετά δεν είμαστε όμως ώστε να το κρατήσουμε σαν επαναληπτικό επισκέπτη.

Μπήκα σ’ ένα μπαράκι με αγγλικό όνομα και αντίκρισα μια «γριά» αγγλίδα που ζούσε το λυκόφως της ζωής της στην Κερύνεια. Ένιωσα αντιπάθεια γιατί σκέφτηκα ότι πρόδινε εμάς, του νομίμους ιδιοκτήτες του ονείρου, αλλά έδιωξα αμέσως τις αρνητικές σκέψεις γιατί βρισκόμουν σε διακοπές και σε νιρβάνα κι’ εγώ δεν ήμουν αυτός που θα άλλαζε τον κόσμο. Καλά έκανε η γυναίκα, γιατί όχι; Τι την νοιάζει αν η ιστορία μας ήταν γεμάτη από χοντρομαλακίες και μίση; Στα παπάρια της, αυτή έκανε την ζωή της.

Μπήκα στο μπαράκι της γιατί ο φίλος μου μου είχε πει ότι αυτό ήταν το γκέι μπαρ. Όλα ήταν το μέρος παρά μόνο γκέι. Κι’ όμως η συνοχή της εικόνας έξω απ’ το μπαρ συνεχιζόταν και μέσα. Σαν να ‘χε ξαναζωντανέψει ο Χέμινγγουεη όλη την Κούβα μαζί και το λιμανάκι που έζησε κι’ έγραψε τον γέρο και την θάλασσα, το είχαμε επισκεφτεί με τον Σσιάτς το ενενήντα εννέα όταν είχαμε επισκεφτεί την Κούβα, κι’ εκείνες οι εικόνες του βιβλίου και οι δικές μου αναμνήσεις με τον Σσιάτς ήρθαν και ξαναβρήκαν ζωή στα πισωσόκακα της Κερύνειας.

Στην άκρη του μπαρ καθόταν ένας αρρενωπός περιποιημένος (πόσα κρασιά έχω πιει μέχρι τώρα;) τούρκος και κάπνιζε πολύ μαγκεψάμε. Με παρατήρησε από πάνω μέχρι κάτω φιλικά και περίεργα. Δεν ταίριαζα στο περιβάλλον του γιατί ήταν φανερό ότι ήμουν ξένος. Η γριά με ρώτησε κι’ αυτή νωχελικά και φιλικά τι θα πάρω και παρήγγειλα το τρίτο ποτήρι κρασί. Βαθμός αντρικής ομορφιάς: ακόμα μηδέν. Τι στο διάολο; Γιατί δεν με έπιανε το κρασί;

Με τρόπο γύρισα και παρατήρησα το περιβάλλον. Έψαχνα για σημεία αναγνώρισης αλλά μάταια. Καταπίνοντας το μισό ποτήρι κρασί ρώτησα την γριά αν αυτό είναι γκέι μπαρ. Μου απάντησε πολύ άνετα ότι είναι μεν γκέι φρέντλυ αλλά σήμερα ήταν ησυχία. Και μετά με μια άνεση γύρισε και με μια σχετικά δυνατή φωνή ρώτησε όλους τους θαμώνες «χέι γκάις ξέρετε πιο είναι γκέι μπαρ εδώ κοντά; Ο γλυκός νεαρός εδώ ψάχνει αλλά δεν βρίσκει τίποτα».

Άνοιξε πετρααααααα ααααα για να μπω…ήλιος να μη…ήλιος να μη με βλεπειειειει.

Ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί αλλά ήταν πια αργά. Όλοι, μα ΌΛΟΙ γύρισαν και κοίταξαν καλά καλά και μετά η γριά μαζί μ’ ένα δυο άλλους πήραν τα κινητά τους και άρχισαν να ρωτούν εδώ κι’ εκεί που είναι το επόμενο γκέι μπαρ. «Μάνα αν δεν με ξαναδείς συγχώρα με, στο υπόσχομαι, κάνε προσευχή να σωθώ απ’ τους βαρβάρους και μαλακια δεν θα ξανακάνω».

Ήταν όμως πια αργά. Η γριά είχε ήδη τις πληροφορίες. «Λίσσεν λαβ, άμα πας το σοκάκι ευθεία και μετά αριστερά και μετά δεξιά και μετά …τότε εκεί είναι το τάδε μέρος. Εκεί έχεις ίσως περισσότερο κόσμο. Βλέπεις λαβ σήμερα είναι Κυριακή και δεν έχουμε πολλή κίνηση, σόρρυ.»

Σόρρυ; Ήντα σόρρυ; Φτου παπούτσι εγώ αφού ήπια και το τέταρτο ποτήρι κρασί μονορούφι αλλά ομορφιά δεν έλεγα να αναγνωρίσω. Εκεί που ήμουν έτοιμος να εξαφανιστώ να και ο φίλος μου νωχελικός και ήρεμος να μπαίνει στο μπαρ της γριάς. Ο μόνο τελικά που δεν ήταν νωχελικός ήμουν εγώ. Γιατί δεν μου κολλούσε και μένα η νωχελικότητα; (συνεχίζεται)
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

3 σχόλια:

rose είπε...

Greekstories
περιμενω εναγωνίως τη συνεχεια για να επιβεβαιώσω την υποψία μου για την εμπειρία σου στο βορρά...

αντε γραψε μας...

ruth_less είπε...

Μας άφησες στη μέση εδώ και μέρες... Κάποιοι περιμένουν να σε διαβάσουν ξέρεις...
:)

ekkremes είπε...

Μολις ειδα οτι επεστρεψες, ειχα καιρο να διαβασω θεμα σου...

Για συνεχισε την ιστορια να δουμε πως εξελιχθηκε η βραδια...