Αναγνώστες

Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2008

Νευρικοί κλονισμοί…(2)

Νευρικός κλονισμός #6:
Να επιστρέφω από ταξίδι. Ρε γαμώτο έχω γυρίσει όλο το βόρειο ημισφαίριο, αυτό χωρίς υπερβολή σχεδόν. Παλιά δεν με πείραζε ο ξεσηκωμός για ταξίδι με όλα τα παρελκόμενα. Τώρα αντιλαμβάνομαι ότι χρειάζομαι μια φιλιπινέζα ή σριλανκέζα για να αναλαμβάνει όλες τις προετοιμασίες του ταξιδιού: Πλύσιμο, σιδέρωμα, δίπλωμα των ρούχων, έλεγχο όλων των απαραιτήτων για το ταξίδι, πακετάρισμα των χαλουμιών, του τραχανά, των παστουρμάδων, των λουκάνικων, κουβάλημα των βαλιτσών στο αεροδρόμιο, να περιμένει να κάνει για μένα τσεκ ιν και μετά απ’ όλα αυτά να μπει η εξοχότητα μου στη διαδικασία του ταξιδιού. Όνειρα… Το χειρότερο απ’ όλα είναι η συναισθηματική αναστάτωση: Φεύγοντας να εκνευρίζομαι γιατί μου χαλά η ρουτίνα, επιστρέφοντας γιατί ξέρω σε τι σκατο έρχομαι. Άβυσσος η ψυχή και το πνεύμα το ανθρώπινο…

Νευρικός κλονισμός #7:
Να έχω ήδη επιστρέψει στο κωλοχώρι που μένω και να είναι κρύο. Δηλαδή να φεύγω πια καλομαθημένος απ’ το νησί με τα κοντομάνικα μου, το μαύρισμα μου, το αίαρ κοντίσιον μου γιατί δεν αντέχω την πολλή ζέστη Νοέμβρη καιρό στο γραφείο (αυτό κι’ αν είναι πια ψυχασθενικό) και να κατεβαίνω ή καλύτερα να ανεβαίνω στο χουριό και να κυριαρχεί θερμοκρασία ψυγείου. Ε χέσε μας. Τι κατάρα είναι αυτή; Τώρα θα μου πείτε Νοέμβρης καιρός είναι, τι περιμένεις; Παρ’ όλα αυτά εγώ σιχαίνομαι το κρύο και ειδικά το απότομο κρύο. Μπορεί να είναι ο λόγος που έχω διατηρηθεί τσιτωμένος χωρίς ρυτίδα και θολό δερματάκι παρά τα είκοσι έξη μου χρόνια αλλά θα μπορούσα να αποδεκτώ μια δυο ρυτιδούλες και να είχα αιώνιο καλοκαίρι. Το υαλουργικό οξύ τι το έχουμε δηλαδή;



Νευρικός κλονισμός #8:
Να ανοίγω την πόρτα του σπιτιού στο κωλοχώρι μετα την επιστροφή μου στους δημιουργούς του Άουσβιτς και να αντιμετωπίζω χάος…. Αυτό είναι το αποκορύφωμα. Εδώ χρειάζομαι κοκτέιλ ζάναξ και βάλιουμ. Σε συνδυασμό με ένα τραμαντόλ θα ήμουν χάη τουλάχιστον δυο μέρες και δεν θα ζούσα ακόμα έναν νευρικό κλονισμό.

Μια μέρα πριν την αναχώρηση μου απ’ το νησί η μάλλον δυο μέρες χαιρόμουν πολύ που θα επέστρεφα. Παράξενο αλλά πεθυμούσα τους φίλους και τις φίλες μου που μου στάθηκαν τα τελευταία δυο χρόνια χωρίς ιδιοτέλεια ανελλιπώς στον Γολγοθά μου και το γνώριμο περιβάλλον. Ναι ομολογώ πως πεθύμησα και τον Σσιάτς και προ πάντων τον Μπέννυ μου, που δεν τον άφηνα πια από δίπλα μου όσες ώρες ήμουν στο σπίτι. Αν ήμουν ο Μπέννυ πάντων θα είχα αυτομολήσει με τόσα χάδια και τόση αγάπη. Αυτό όμως φαίνεται να του αρέσει και το εκμεταλλεύεται στο έπακρον. Ή ο Σσιάτς το αντίγραψε απ’ αυτόν ή ο Μπέννυ απ’ τον Σσιάτς. Καμιά φορά αναρωτιέμαι ποιος απ’ τους δυο είναι το ζώον. Μια μέρα πριν την αναχώρηση μου ήδη άρχισα να αναθεωρώ την χαρά μου. Ήταν πολύ καλή η εμπειρία μου στην Κύπρο αυτή την φορά. Θα μιλήσω αργότερα γι’ αυτό.
Πίσω στο θέμα μου, παρασύρθηκα απ’ τα απωθημένα μου.

Φτάνω λοιπόν αισίως στο Άαχεν, κατεβάζω απ’ το αυτοκίνητο του φίλου μου τα δεκαπέντε χιλιάδες κιλά με τα χαλούμια και σια λίμιτετ (στο τσεκ ιν κάουντερ στην Παφο επειδη ήμουν χεσμένος απ’ το υπέρβαρος πήρα ένα εντελώς θηλυπρεπέστατο ύφος, έβαλα το χέρι με λυγισμένο τον καρπό στην μέση, έσπασα την λεκάνη α λα Κουλιανού, έκρυψα τα Αρμάνι τα γυαλιά που είχα αγοράσει το ενενήντα πέντε από την Βερόνα της Ιταλίας και ξαναήρθαν στην μόδα φέτος και είπα στην κότα που με κοίταζε ήδη επικριτικά με καλαμαρίστικη προφορά για το βάρος των αποσκευών: «Ααχ κούκλα μου δεν μπορείς να φανταστείς πόσα χρόνια έκανα να έρθω ο καημένος να δω την μανούλα μου την άρρωστη και την έρημη. Και η καημένη απ’ την χαρά της πήγε κι’ αγόρασε απ’ την φτωχή της την σύνταξη τραχανά, χαλούμι, λουκάνικα...Τι να έκανα; Να της πω όχι; Δεν ξέρεις πως είναι να ζεις μόνος στα ξένα. Και με την φτώχεια που μας δέρνει δεν ξέρουμε ποτέ θα ξανανταμώσουμε. Τι τραβάμε κι’ εμείς οι άμοιρες…» Η κότα με κοίταξε ακόμη πιο λοξά, ψιλοχαμογέλασε με ολοφάνερο τον οίκτο και την υποτίμηση και με άφησε να περάσω τα δεκαπέντε χαλούμια, τα τέσσερα κιλά τραχανά, τους δώδεκα παστουρμάδες, τις δυο ντουζίνες λουκάνικα και τις τρεις ντουζίνες σεφταλιές. Ας με υποτιμούσε. Εγώ πέρασα τα επόμενα δέκα κιλά που ήταν προγραμματισμένο ότι θα έβαζα τον χειμώνα που στεκόταν ήδη στην είσοδο του χρόνου).

Ανέβασα όλο το μπακάλικο στον πρώτο όροφο με το λιφτ και ανοίγω την πόρτα, Ο Μπέννυ ήδη γαύγισε και πετάχτηκε πάνω σαν άππαρος τεσσαρακαλλίκωτος, ούτε πως είχε καρκίνο ο άμοιρος κι’ άρχισε αφηνιασμένος να χοροπηδά. Ανάβω το φως, ήταν ήδη περασμένες πέντε το απόγευμα τουτέστιν σκότος, και αντικρίζω το χάος κι’ άρχισα εγώ να χοροπηδώ: Ασκούπιστο πάτωμα, πεταγμένα φιστίκια και λοιπά του σινεμά τρόφιμα στο πάτωμα ανακατεμένα με την τρίχα του Μπέννυ, άπλυτα πιάτα και ποτήρια στην κουζίνα, βρώμικο μπάνιο, να μην μπω σε λεπτομέρειες, και ο Σσιάτς που είχε μπει και βγει στην ψυχιατρική για όγδοη η ένατη φορά κατά την διάρκεια της απουσίας μου, χλαπακιασμένος πτώμα στο κρεβάτι να κοιμάται παραισθησιακά του καλού καιρού. Η εικόνα με είχε βάλει στην πρίζα για τις επόμενες εικοσιτέσσερις ώρες που έκαναν τον Σσιάτς να φτύσει αίμα. Του έσυρα όταν ξύπνησε τα εξ αμάξης, τον έστειλα από κει που δεν ήρθε, τον πήρε και τον σήκωσε και ποιος με είδε και δεν με φοβήθηκε. Ναι, μπορώ να γίνω και άγριος. Αλλά σε τι ωφέλει; Τα χάπια μου!

Νευρικός κλονισμός #9:
Έχοντας ήδη ζήσει όλα τα προαναφερθέντα κατάληξα πριν ακόμα ξεπακετάρω και συγυριστώ, με τον φλόκο, το σφουγγαράκι και την ηλεκτρική σκούπα να απολυμαίνω το χοιροστάσιο. Ο Μπέννυ να είναι χάη από τα μορφινικά παυσίπονα, ο Σσιάτς νάνε στον κόσμο του από το κοκτέιλ που κατεβάζει χ φορές την μέρα κι’ εγώ χάη απ’ τα νεύρα τα αχαλίνωτα. Κουλ!

Τελειώνοντας αποφάσισα να πάρω το τηλέφωνο στα χέρια και να ειδοποιήσω το σπίτι μου ότι έφτασα καλά και τους φίλους εδώ στο Άαχεν. Αν νομίζει κάνεις ότι η CYTA τα κάνει θάλασσα ας έρθει εδώ να δει τι γίνεται. Λοιπόν πριν φύγω, πολύ πριν φύγω αποφάσισα να χρησιμοποιήσω μια προσφορά του τηλεφωνικού και ιντερνετικού προμηθευτή μου και να αναβαθμίσω την σύνδεση μου για λιγότερο πάγιο τον μήνα με την ψευδαίσθηση ότι αυτό θα γινόταν μέσα σε δυο τρεις μέρες. Όπερ και σήμαινε ότι επιστρέφοντας από την Κύπρο η σύνδεση θα ήταν αναβαθμισμένη και ικανή λειτουργίας. Αρχίδια μάντολα! Πιέζω το πράσινο κουμπάκι του τηλέφωνου…. Νεκρό! Ξαναπιέζω… νεκρό! Βρε αλλάζω τα καλώδια, ελέγχω συνδέσεις στο σπίτι, μόντεμ, ρούτερ και λοιπά σκατά…τίποτα. Ήδη προβρασμένος από τον Σσιάτς ήμουν στους εκατόν οδγόντα. Πήρα την γραμμή εξυπηρέτησης του πελάτη για να πληροφορηθώ ότι είχε πρόβλημα η γραμμή και πριν από την Δευτέρα δεν θα είχα σύνδεση. Τώρα τρέχω και βρίσκομαι σε ίντερνετ καφέ πίνοντας λάττε μακιάτο για να έχω σύνδεση με τον έξω κόσμο. Τα νεύρα μου! Ας μου πει κάποιος: έχω άδικο να έχω απανωτούς νευρικούς κλονισμούς; Όχι πέστε μου, έχω;
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

3 σχόλια:

stalamatia είπε...

Καλωσόρσες πίσω στα ξένα.Να ήμουν από μια μεριά την ώρα που πέρναγες τα χαλούμια και τους παστουρμάδες από το αεροδρόμιο της Κύπρου.
Τέλειος εε τέλεια.Φιλάκια.

Ανώνυμος είπε...

Μια 26χρονη(you wish!)ξεφωνημένη
ταξιδεύει.

Greekstories είπε...

Στο 26χρονος (η) σου δινω δικαιο I wish... Στο ξεφωνημενη...ο σκοπος αγιαζει τα μεσα...Χαχαχα