
Η δουλειά άρχισε καλά και απορροφήθηκα σ’ έναν καινούργιο κόσμο, μόνος, ανεξάρτητος και … ναι, ικανοποιημένος. Υπήρχε Θεός άραγε;
Ήταν καινούργια τοπία για μένα αυτά που εξερευνούσα αλλά δεν ένιωθα πια φόβο, δεν ένιωθα ανασφάλεια, αντίθετα ένιωθα για πρώτη φορά συνειδητά μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα αυτοπεποίθηση και δύναμη. Τα βράδια πήγαινα στην Λεμεσό ενώ μπορούσα να μείνω στην Πάφο γιατί ήθελα να ζήσω την οικογένεια μου. Και μαζί της ζούσα και του φίλους μου με έναν άλλο αέρα. Μου έκανε καλό η Κύπρος όπως την ζούσα τώρα.
Και ήταν ο Σσιάτς μόνος του στην Γερμάνια. Τον άφησα σε κατάσταση πολέμου. Είχα ζήσει την δική μου μαύρη παρασκευή μια εβδομάδα πριν το ταξίδι μου στην Κύπρο: Ο Σσιάτς ξαναπέρασε τα όρια του αλκοολισμού του, τα νεύρα μου είχαν γίνει γιουβέτσι, ο Μπεννυ δεν μπορούσε να περπατήσει όποτε τον έστειλα με τον μεθυσμένο Σσιατς στον γιατρό αφού εγώ ήμουν στην δουλειά για να μας πουν δυο ώρες μετά ότι είχε καρκίνο στα κόκαλα και το ίδιο βράδυ μου έκλεψαν το καμπριολέ…Να αυτοκτονούσα τότε αμέσως η μετά την Κύπρο; Αυτή ήταν η μοναδική ερώτηση και λύση που μπορούσα να θέσω στον εαυτό μου…