Αναγνώστες

Σάββατο 23 Αυγούστου 2008

Νυχτερινές Κραιπάλες (1)

Προσπαθώντας να ξεχάσω και να σβήσω με ντιλιτ την εμπειρία των έξι εκατοστών α λα ‘ντάμπο’ συνέχισα την περιδιάβαση μου. Βγήκα απ’ το σκοτάδι στο φως του μονοπατιού και άρχισα να περπατώ προς τα βάθη του όταν συνάντησα τον Παντρεμένο-Καβλαντοθρασυ-Και-Κρυφαρδερφή. Ήταν ένας κοντούλης σχετικά (και σ’ αυτούς έχω ελαφριά αδυναμία – ο πρώην μου ο Χάρης ήταν μια στούμπα ένα και είκοσι με τα χέρια ανάταση), ξερακιανοκαμωμμενος με μουσάκι γραμμής βελόνας στο πηγούνι και ύφος από μαγκεψαμε μέχρι «εγώ ξεσκίζω όλο τον κόσμο».

Με κοίταξε έντονα. Αυτό μεταφράζεται εδώ σαν «ναι, εσύ είσαι ο τύπος μου μάλλον, αλλά θα σε εξετάσω λεπτομερέστερα». Μετά το κουπέπι (έκφραση του Aceras την οποία ευχαρίστως υιοθετώ) τι χειρότερο θα μου συνέβαινε; Και το ύφος του μάγκα του βαρύ με ερεθίζει να ομολογήσω την αμαρτία μου. Έτσι τους θέλω εγώ, να ‘ναι άντρες με τα όλα τους, σπάνιο φαινόμενο μεν αλλά αυτό είναι το απωθημένο μου. Συνήθως αυτοί που έχουν το ύφος «εγώ και δέρνω και ξεσκίζω όλο τον κόσμο» είναι τα πιο μαλθακά που μπορεί να βγάλει μια μάνα. Πως το λέμε εδώ κάτω; Σσίλλος που λάσσει εν ακκάνει.

Με το που με κοίταξε έντονα ο ψευτομάτσιο άλλαξε κατεύθυνση ενενήντα μοιρών και μπήκε στο πρώτο μέρος του σκοτεινού δάσους, εκείνο που είναι μετά τον χώρο στάθμευσης της επικείμενης πολυκατοικίας. Αν οι κάτοικοι των διαμερισμάτων είχαν ή έχουν κιάλια υπέρυθρης όρασης τότε θα έβλεπαν τα καλύτερα πορνό της ζωής τους από εκεί που μένουν.


Στάθηκε σ’ έναν κορμό του δέντρου. Αυτοί οι κορμοί αναστενάζουν κάθε βράδυ με αυτά που βλέπουν. Τον πλησίασα. Είχε τα χέρια στις τσέπες της βερμούδας που φορούσε και με έβλεπε με ύφος πολύ μάγκα. «Αγόρι μου’ σκέφτηκα ‘εμείς θα περάσουμε μάλλον καλά». Φυσικά αυτό το σκέφτηκα με την προκατάληψη ότι τα κοντά συνήθως είναι και εξαιρετικά εξοπλισμένα. Με πλησίασε κι’ αυτός και με ρώτησε σε πολύ αντρουά ύφος αν είμαι καλά. Καλά ήμουν, δεν ήμουν; Αν δεν ήμουν καλά θα ‘μουν εκεί να ψάχνομαι; Φυσικά τι άλλο θα με ρωτούσε για να δημιουργήσει επαφή; Αλλά πες μου ρε φίλε ότι σου αρέσω, ότι με βρίσκεις γοητευτικό η ακόμα και σέξι, άνοιξε τέλος πάντων το ξερό σου και αντί να βάλεις κάτι μέσα βγάλε μια έξυπνη πρόταση προς τα έξω έτσι γι’ αλλαγή. Τουλάχιστον όμως δεν ήταν ‘ντάμπο;’ και δεν ξενέρωσα στην ερώτηση έτσι τον άγγιξα αντ’ απάντησης και αρχίσαμε τα προκαταρκτικά. Προκαταρκτικά μεν αλλά εξ ολόκληρου ανάκριση δε ο μικρός: από πού είσαι, δεν σε έχω ξαναδεί εδώ και κάτι τέτοια που με χαλούσαν αφού ταυτόχρονα μου κολλούσε την γλωσσά στο λαρύγγι. Όποτε γύρισα και του είπα: «εννα σκάσεις τζαι να συνεχίσεις να γλύφεις οξά να παραιτήσουμε;».

Ο μικρός μάτσιο με άρπαξε τότε α λα Ρετ Μπάτλερ και με γύρισε α λα Σκάρλετ Ο’Χαρα και άρχισε να με φιλά παθιασμένα α λα ‘Όσα παίρνει ο άνεμος’. Καθόλου άσχημο μεν αλλά μέχρι εκεί έμεινε δε. Δεν ξέρω, κάτι με είχε ξενερώσει, λίγο το στυλ του που δεν ήταν αυθεντικό, λίγο το ελαφρώς μεγαλύτερο από κουπέπι μόριο του, κάτι πήγε λάθος στην ιδανική αρχή. Προφασίστηκα κάτι και τον άφησα στα κρύα του λουτρού.

Προχώρησα και βυθίστηκα στον κόσμο μου μέσα στην καλοκαιρινή νύκτα. Η ειδυλλιακή σκηνή που έβλεπα κάθε βράδυ με συνέπαιρνε, μ’ έκανε να ξεχνώ και συνάμα να θυμάμαι.
Ο Σσιάτς ήταν πάντα παρών: στο θυμητικό μου, στην ψυχή μου την ταλαιπωρημένη, στις σκέψεις μου τις καθημερινές. Μιλούσαμε συχνά στο τηλέφωνο, περισσότερο με μηνύματα γιατί προσπαθούσα με τρόπο να αποφύγω να ακούσω την μεθυσμένη του φωνή: «Χαλό Σσιατς, ειμ.. ειμ.. είμαι καλά. Είμαι στ.. στ.. στο καφέ και πίνω μόνο φρ… φρ… φραπέ». Κι’ όλα να φωνάζουν ότι μόνο φραπέ δεν έπινε και κάθε φορά που μου μιλούσε έτσι, απομακρυνόμουν απ’ τον κόσμο με τον όποιο ήμουν μαζί και κρυβόμουν στο σκοτάδι της νύκτας για να αφήσω τα δάκρυα μου να τρέξουν να ομαλύνουν τον πόνο που ένιωθα για τον τρελό μου. Φθάνοντας στην Κύπρο μου είχε γίνει ξεκάθαρο στο μυαλό μου ότι ένα πράγμα ήθελε πολύ: να πεθάνει, να φύγει απ’ τα εγκόσμια, να εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο που τον βασάνισε και να φύγει μακριά στην αιωνιότητα, απελευθερωμένος απ’ τον άνθρακα της ψυχής του και το βάρος του σταυρού που κουβαλούσε. Δεν ήταν κιόλας ένας ζωντανός νεκρός;

Αυτή η συνειδητοποίηση με σκότωνε, μου μούχλιαζε την ψυχή μέρα την μέρα κάτω απ’ τον μεσογειακό ουρανό. Η ιδέα ότι τον έχανα με έκανε να νιώθω περισσότερη απελπισία. Και προ πάντων μια απελπισία γιατί δεν μπορούσα ούτε αυτόν να βοηθήσω ούτε κι’ εμένα.

Τέλειωσα το πάνω του μονοπατιού και άρχισα την επιστροφή. Κατέβηκα κάτω στην αμμουδιά, την χωρίς φως παραλία και περπατούσα διπλά στο κύμα. Τι ήμουν εκείνη την στιγμή; Μια Υπολοχαγός Νατάσσα, μια Τζένη στο Κονσέρτο για Πολυβόλα, μια Μερκούρη στο Φαίδρα, μια Ηλέκτρα ή μόνο μια ύπαρξη ταλαιπωρημένη στην αποτοξίνωση της; Το βασανιστικότερο ήταν ότι αυτές οι σκέψεις με κατάτρεχαν είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, ασταμάτητα. Το γονιδιακό υποκριτικό μου ταλέντο με βοηθούσε να το κρύψω απ’ όλους αλλά η δύναμη που κατανάλωνα να υποκριθώ με κατανάλωνε γρηγορότερα. Παραμέρισα τις σκέψεις στην άκρη του μυαλού μου.

Συνάντησα τον Οικονομικό-Πρόσφυγα βουλγάρικης καταγωγής με ένα ποδήλατο. Και ως εις, με τέλειο γυμνασμένο σώμα και ένα γλυκό χαμόγελο στο σκοτάδι της αμμουδιάς. Δεν το έψαξα το πράμα (πότε το έψαχνα κιόλας;). Κάθισε κάπως παράμερα και με παρακολουθούσε χαμογελώντας μου και πήγα χωρίς ενδοιασμούς και κάθισα δίπλα του. Δεν χρειάστηκε να μιλήσουμε, γιατί η λεκτική επικοινωνία όταν υπάρχει η αθάνατη και αιωνία έλξη του σώματος; Τον ένιωσα δυναμικά και συνάμα τρυφερά και όταν η ένωση τελείωσε αποχαιρετιστήκαμε βουβά μ’ ένα φιλί και προχώρησε ο καθένας μόνος του το δρόμο της μοναξιάς του.

Τούτη η μοναξιά ήταν γλυκειά, γέμιζα το σώμα μου με μόρια παραισθησιογόνα για να παραμένει ήσυχο κι’ έτσι αποκοιμόταν προσωρινά η βασανιστική μου σκέψη. Αποτοξίνωση δεν είναι μόνο από τον υλικό εθισμό, ο διανοητικός, ο ψυχικός εθισμός είναι το ίδιο αιμοβόρος.

Τα ακούραστα πόδια μου μ’ έπαιρναν πάνω κάτω, μια στην αμμουδιά, μια στο μονοπάτι και αφηνόμουν στο ξελόγιασμα των νυχτερινών εικόνων που τόσες φορές ανάφερα κι’ ίσως άλλες τόσες να ξανά αναφέρω. Η αντανάκλαση του φεγγαριού στη μαύρη θάλασσα της νύχτας, οι αντικατοπτρισμοί των φωτών των πλοίων στο απόμακρο λιμάνι της Λεμεσού, που την έβρισκα πιο γοητευτική από ποτέ, τα φύλλα των ευκαλύπτων που μύριζαν στ’ αλήθεια έντονα γιατί πάθαιναν ασφυξία κι’ αυτά απ’ την αποπνικτική υγρασία, όλα αυτά ήταν παράδεισος και βάλσαμο συνάμα στην ψυχούλα μου που το μόνο που αναζητούσε ήταν λίγη στοργή, μια μικρή κατανόηση απ’ τον περίγυρο της χωρίς να πρέπει να ξεγυμνωθεί. Γίνονται όμως αυτά τα πράγματα;

Στους παρακάτω σκοτεινούς θάμνους βρήκα τον Αιώνιο-Νέο-Πενήντα-Ετών, γνωστό μάλλον παρά φίλο απ’ τα παλιά, απ’ την δεκαετία του ενενήντα όταν ακόμα και τότε πίστευα ότι είχα φτάσει στο απώτερο της δοκιμασίας χωρίς, με τις σημερινές εμπειρίες υπόψη, να γνωρίζω καν τι σημαίνει δοκιμασία. Ο Αιώνιος-Νέος-Πενήντα-Ετών ήταν μ’ έναν ιδιόρρυθμο τρόπο μια ανάσα δροσιάς και ευθυμίας γιατί όποτε τον συναντούσα ήταν αιωνίως σε σχήμα του Γάμμα-Κεφαλαίο με πάντα κάποιον από πίσω του και πάντα αμφιβόλου ποιότητας. Αλλά αυτός το διασκέδαζε, βίωνε μια χαμένη νιότη και συλλογή εμπειριών και παρ’ όλο που κάπου με απωθούσε το γεγονός απ’ την άλλη τον απολάμβανα. Περίμενα διακριτικά πολύ πιο κάτω, πάνω σ’ ένα παγκάκι κάτω απ’ το φως της νυχτερινής λάμπας μέχρι να τελειώσει για να μου περιγράψει τα ανατομικά του αγνώστου και να κάνουμε ένα μικρό γύρο χιουμοριστικού και πολύ διασκεδαστικού κουτσομπολιού. Ναι ήταν μια ανάσα δροσιάς ο Αιώνιος-Νέος-Πενήντα-Ετών και πολύ θερμός, φιλικός απέναντι μου. Ναι, ήμουν ευάλωτος σε κάθε ίχνος ανθρωπιάς και καλοσύνης τούτο το καλοκαίρι. Τελειώσαμε την νύχτα μαζί αφού είχε ήδη πάει τρεις η ώρα. Αποχαιρετιστήκαμε στον φωτισμένο χώρο στάθμευσης και πήγε ο καθένας σπίτι με την μοναξιά του, την γλυκειά μοναξιά μιας σπάνιας ελευθερίας και άνεσης ζωής, ενός σπάνιου αγαθού που μόνο άμα χαθεί ή βιαστεί γίνεται η άξια του αισθητή. Και δεν είναι πάντα ο βιασμένος υπεύθυνος για τον βιασμό του.(συνεχίζεται)
Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

Δεν υπάρχουν σχόλια: