
Έφυγε με την BMW του και λίγο μετά κτύπησε το τηλέφωνο… «άγγελε μου» άκουσα την φωνή του να μου λέει, «ήθελα απλά να επιβεβαιώσω τον αριθμό σου». Φιληθήκαμε τηλεφωνικά και συνέχισε τον δρόμο του προς το σπίτι κι’ εγώ προς το μπαράκι για να καταλαγιάσω την δίψα μου.
Κατέβασα δυο μπουκάλια αεριούχο νερό και γνωρίστηκα με την μπαργούμαν που ήταν περισσότερο μπάρμαν. Στα είκοσι λεπτά, φρέσκος και ανανεωμένος ξανάφυγα για το δάσος.
Περπατούσα ήρεμα και ικανοποιημένος, βασικά δεν έψαχνα πια για τίποτε άλλο αλλά ήταν νωρίς για να πάω στο σπίτι, έτσι απολάμβανα χωρίς εξαναγκασμούς την βραδιά. Άρα άφησα την περιέργεια μου να με καθοδηγήσει ξανά στο Όρος των αναστεναγμών. Ένιωθα βασικά τελειωμένος για το βράδυ αλλά αυτή η γαμημένη η περιέργεια και το κλασσικό χαρακτηριστικό του γκέι να ψάχνει συνεχεία για ακόμα πιο καλό πήδημα, πιο μεγάλο πέος, πιο εξιταρισμένη εμπειρία, μ’ έκανε να ξεχνώ την κούραση και να συνεχίσω την αναζήτηση του επόμενου οργασμού.
Ανέβηκα στον αμμόλοφο και αντιλήφτηκα μια αγέλη από ύαινες να καραδοκούν για θύμα. Προχώρησα αδιάφορος γυρνώντας άσκοπα μέχρι που αντιλήφτηκα δυο νεαρά ημίγυμνα κορμιά στον κορμό κάποιου δέντρου. Γύρισαν και οι δυο και με κοίταξαν όσο καλά μπορούσαν κάτω απ’ το ημίφως του μισοφέγγαρου.