Οι γάτοι έγιναν αναπόσπαστο μέρος της νυχτερινής μου ζωής. Κάθε βράδυ που κατεβαίνω στον χώρο των διονυσιακών οργίων τους βρίσκω πάντα στον ίδιο χώρο φαρδιούς πλατιούς: Είναι οι μόνιμοι παρόντες και οι παροδικοί. Απ’ τους παροδικούς είναι ένας που μ’ αρέσει παρά πολύ, αν ήταν ανθρωποειδές θα του ‘κανα καμάκι: είναι καθαρά κυπριακός γάτος του δρόμου, μαύρο-γκρι τιγρε (ταιριάζει με τον Μπενυ πούναι μαύρος με άσπρες βούλες, πάνε ασορτί τα γλυκά μου) και με πολύ αθλητική κορμοστασιά. Κρατεί πολύ χαμηλό προφίλ αλλά ξέρει τι θέλει ο δαίμονας. Όλοι τους με αναγνωρίζουν σαν δικό τους άνθρωπο πια και κοιτάζουν κάθε φορά βαριεστημένοι αλλά μ’ ένα ερωτηματικό: «Τι γίνεται ρε φίλε; Θα φέρεις καμιά κονσέρβα να φάμε;». Όποτε άρχισα κι’ εγώ να παίρνω φαγητό στους γάτους του δάσους της παραλίας (Πάω καλά; Αν μ’ έβλεπε ο Μπενυ θα με είχε κατακρεουργήσει, ο δε Σσιάτς θα έβλεπε τις κονσέρβες γατοτροφης σαν τα τενεκεδάκια της μπύρας ΚΕΟ).
Τελειώνοντας τα καθημερινά πάρε δώσε με τους γάτους αρχίζω την εξερεύνηση στο πυκνότατο, τροπικό, μεσογειακό δάσος, σαν Ιντιάνα Τζοουνς στην αναζήτηση του κρυστάλλινου πέους. Το σκηνικό όμως θυμίζει περισσότερο την μετά μοντέρνα έκδοση της παραγωγής «Τα κόκκινα Φανάρια» παρά Ιντιάνα Τζοουνς, με εμένα στον ρόλο της Καρέζη, αιώνια δυστυχισμένη κι’ ανικανοποίητη και τους υπόλοιπους παράγοντες σαν τους ναύτες του αμερικανικού ναυτικού στην Τούμπα του εξήντα. Η κάθε Κοντού, Διαμαντιδου, Χρονοπουλου στέκονται κι’ εδώ σχεδόν κάτω από κάθε λάμπα πορτοκαλιού χρώματος (άλλαξε η τεχνολογία πια) και περιμένουν ανυπόμονα και συνάμα στωικά (τώρα πως γίνεται αυτό;) τον ναύτη τους (ε ρε ρομαντισμός που έχει πέσει στο νησί των βουκόλων).
Προχώρα την εξερεύνηση μου ακάθεκτα προσηλωμένος στο έργο μέχρι που βλέπω τον πρώτο: Τον Εγώ-Είμαι-Γκέι-Φανερός-Αλλά-Κρύβομαι να κρύβεται στο σκοτάδι της αμμουδιάς και να παρακολουθεί τους διερχομένους σαν ένα λεγκουανα περιμένοντας να ‘ρθει η κατάλληλη λεία για να απλώσει την πολύ μακριά και γλοιώδη, κολλώδη γλώσσα του για να αποκαθηλώσει το θύμα του. Τον ήξερα εξ όψεως εδώ και χρόνια, βρεθήκαμε τρεις τέσσερις φορές σε κλαμπ στην Αθήνα αλλά ποτέ δεν μιλήσαμε. Τώρα είναι στην Λεμεσό και τον βλέπω συχνά εκεί που δουλεύει. Καθόλου ο τύπος μου αλλά συμπαθητικός κι’ αυτό με ένα ερωτηματικό. Γι’ αυτό το ερωτηματικό βγαίνω κι’ εγώ απ’ τον φωτισμένο μονοπάτι και μπαίνω στο δασός το σκοτεινό για να δω από περιέργεια αν με ακολουθει. Και όντως με ακολουθει: Πολλοί την δόξα μίσησαν αλλά την προοπτική ενός πηδήματος ουδείς. Στέκομαι κι’ ακουμπώ σ’έναν κορμό ενός δέντρου. Κάνω ότι το βλέμμα μου είναι συγκεντρωμένο στον αόριστο ορίζοντα της νυκτερινής μεσογείου παρακολουθώντας δήθεν τα αγκυροβολημένα πλοία (αυτά της Ocean Tankers είναι ακόμα αγκυροβολημένα αλλά επιτέλους άρχισαν να διοχετεύουν το νερό). Με πλησιάζει και αρχίζει να φέρνει στροφές γύρω από τον διπλανό κορμό του δέντρου, κάνει πως κοντοστέκεται, προσπαθεί να δει αν τον κοιτάζω και αφού αντιλαμβάνεται ότι δεν τον κοιτάζω φανερά αρχίζει να κάνει πιο έντονα τις περιστροφές του για να μου προκαλέσει την προσοχή. Τον αφήνω να κάνει λίγη προθέρμανση και τον παρακολουθώ με τις άκρες των ματιών μου διακριτικά για να αποφασίσω κατά πόσο θα προχωρήσω ή όχι. Δεν είμαι σίγουρος αν θα πάρω το ρίσκο: να μείνω απήδηχτος ή να μειώσω τις απαιτήσεις μου και τις προσδοκίες μου (λες και δεν τόχω ξανακάνει αμέτρητες φόρες) και να πάω με κάτι αβέβαιου κάλλους; Διστάζω για λίγες στιγμές και αποφασίζω να πέσω στην περιπέτεια του αβέβαιου. Η φωνή μέσα μου φωνάζει «όχι» αλλά που να ακούσω εγώ. Είμαι και περίεργος να δω πως φλερτάρει ο κύπριος άντρας αφού μέχρι τώρα δεν υπήρξε και πολλή λεκτική επικοινωνία στο δασουδι.
Συνεχίζω και στέκομαι στον κορμό μου, ο οποίος έγινε ιδιοκτησία μου πια και περιμένω να δω πως θα συνεχίσει ο περιστρεφόμενος. Εγώ θα είχα ήδη ζαλιστεί στην θέση του αλλά αυτός εκεί, επιμένει. Επιτέλους καταφέρνει να έρθει σε οπτική επαφή μαζί μου αφού το επέτρεψα. Σταθεροποιεί το βλέμμα του πάνω μου, περιμένει να δει αν χαμογελώ. Του χαμογελώ διακριτικά (όλα αυτά τώρα στα σκοτεινά, μάτια αλεπούς όλοι μας) και παίρνει θάρρος να συνεχίσει υπολογίζω λεκτικά αυτή τη φορά γιατί δεν έδωσα μη λεκτική άδεια να με χουφτώσει. Ήμουν περίεργος να ακούσω τι είδους φωνή θα έβγαινε από το άτομο μη καταλογισμένου κάλλους. Και βγήκε μια φωνή νορμάλ. Ευτυχώς. Αλλά αυτό που είπε ήταν ΤΟ ξενέρωνα. Συνήθως αρχίζει κάποιος με εκφράσεις του είδους « Γεια σου» ή « Τι κάνεις;» ή «Ουφ, ζεστή απόψε», κάτι τέλος πάντων, χαζό αλλά κάτι. Αυτό όμως δεν το΄χα ξαναζήσει: Η παρουσία μίλησε και είπε για να πιάσει κουβέντα μαζί μου:
-«Νταμπο;»
Τι πράγμα; «Νταμπο;» Τι πάει να πει «Νταμπο;». Στο στιλ «ινταμπο κάμνεις» αλλά το «ι» και το «κάμνεις» πήγαν διακοπές. Εκεί έζησα το μεγαλύτερο ξενέρωνα της βραδιάς. «Νταμπο;» Άστα να πάνε. Μα πόσο dumbo μπορεί να ‘ναι κάποιος που θέλει να κάνει καμάκι σε έναν άγνωστο. «Νταμπο;» Ωιμέ! Και ωιμέ δυο φόρες όταν στην απελπισία μου και παραγνωρίζοντας τη φωνή μέσα μου ανακάλυψα τα έξη εκατοστά που κρύβονταν πολύ καλά κάτω απ’ το τζην. Αααχ τι βραδιά ήταν κι’ αυτή.
Λεξεις-Κλειδια: ντάμπο, ζωή, βράδυ, διονυσιακά, όργια, γάτος, Σσιάτς, πέος, γκέι, Αθήνα, Λεμεσό, ορίζοντας, ρίσκο, απήδηχτος
Ψυχες και σωματα, οι αναζητησεις μου στους ερωτες της νυκτας, στα ανωνυμα σωματα, οι περιπετειες μου οι τραγελαφικες, οι μεγαλες και οι παροδικες μου αγαπες. Ολα μια αναζητηση στην αβυσσο του εγω, στο καθε μερα, μια αναζητηση για απαντησεις στα μεγαλα ερωτηματικα, δεν υπαρχουν απαντησεις, μονο μια πορεια που με δοκιμαζει, που με ωριμαζει, που με βαζει σε νεες δοκιμασιες και μου δημιουργει περισσοτερες ερωτησεις παρα που μου δινει απαντησεις.
7 σχόλια:
πέστα γιατι όταν τα λεμε εμείς μας λένε και παράξενες :-)
Γάτες, ελεφαντάκια, απ'όλα έχει το δασούδι!
Πάντως πολύ χαμηλά έπεσες. Προτείνω αποτοξίνωση από το δασούδι διότι έτα τι παθαίνεις! Ντάμπο;;; Είπες τίποτε;; :)
Χαχαχαχα. Τρομερη οπως παντα γλυκεια μου!! Επαθα οξεια δασουδικη κυπριωση!
Ο τάμπο τελικά αποδείχτηκε μικρό ποντικάκι που τρόμαξε τον ελέφαντα.
Καλά σου λέει η Ψυχία μακριά από το δασούδι.Που είπαμε ότι είναι??????
@Σταλαματιά
Στο Δασούδι μάνα μου :)
Στην υγείαν σου γκρίκστόρις
Τζι ο θεός να βοηθήσει
όσους β*λλους έχει ο κόσμος
πανω τάλλου να τους στήσει
Να σου κάμει μιαν καρέκλαν
διπλοτριπλοκαυλωμένην
να σε κάτσει βασιλέαν
πάνω που την οικουμένην
________________________
Το ποίημαν τζαι η εφτζιή εν παρηορκάν! άκου 6 πόντους! Εξίκκος σου τζαι το καμάτζιιν. Ούτε κουπέπιν να τουν.
(το ποίημαν έγραψεν το ο Βασίλης Μιχαηλίδης για τα γενέθλια του φίλου του του Μούτσιου)
@aceras
Τα σχολια σου ειναι παντα ιδιαιτερα για μενα. Το ποιημα υπεροχο. Νασαι καλα.
Δημοσίευση σχολίου