
Προσπαθώντας να ξεχάσω και να σβήσω με ντιλιτ την εμπειρία των έξι εκατοστών α λα ‘
ντάμπο’ συνέχισα την περιδιάβαση μου. Βγήκα απ’ το σκοτάδι στο φως του μονοπατιού και άρχισα να περπατώ προς τα βάθη του όταν συνάντησα τον Παντρεμένο-Καβλαντοθρασυ-Και-Κρυφαρδερφή. Ήταν ένας κοντούλης σχετικά (και σ’ αυτούς έχω ελαφριά αδυναμία – ο πρώην μου ο Χάρης ήταν μια στούμπα ένα και είκοσι με τα χέρια ανάταση), ξερακιανοκαμωμμενος με μουσάκι γραμμής βελόνας στο πηγούνι και ύφος από μαγκεψαμε μέχρι «εγώ ξεσκίζω όλο τον κόσμο».
Με κοίταξε έντονα. Αυτό μεταφράζεται εδώ σαν «ναι, εσύ είσαι ο τύπος μου μάλλον, αλλά θα σε εξετάσω λεπτομερέστερα». Μετά το κουπέπι (έκφραση του
Aceras την οποία ευχαρίστως υιοθετώ) τι χειρότερο θα μου συνέβαινε; Και το ύφος του μάγκα του βαρύ με ερεθίζει να ομολογήσω την αμαρτία μου. Έτσι τους θέλω εγώ, να ‘ναι άντρες με τα όλα τους, σπάνιο φαινόμενο μεν αλλά αυτό είναι το απωθημένο μου. Συνήθως αυτοί που έχουν το ύφος «εγώ και δέρνω και ξεσκίζω όλο τον κόσμο» είναι τα πιο μαλθακά που μπορεί να βγάλει μια μάνα. Πως το λέμε εδώ κάτω; Σσίλλος που λάσσει εν ακκάνει.
Με το που με κοίταξε έντονα ο ψευτομάτσιο άλλαξε κατεύθυνση ενενήντα μοιρών και μπήκε στο πρώτο μέρος του σκοτεινού δάσους, εκείνο που είναι μετά τον χώρο στάθμευσης της επικείμενης πολυκατοικίας. Αν οι κάτοικοι των διαμερισμάτων είχαν ή έχουν κιάλια υπέρυθρης όρασης τότε θα έβλεπαν τα καλύτερα πορνό της ζωής τους από εκεί που μένουν.