
Όταν γνώρισα τον Μ. ήταν γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ενενήντα ένα καλοκαίρι στο σπίτι κάποιου φίλου. Τότε κυκλοφορούσα μέσα σ’έναν κύκλο από ψευδό-διανοουμένους που παρουσίαζαν την ψευδό-κουλτούρα τους με το να ακούν όπερες του δωσ’μου μαχαίρι να σκοτωθώ κυριακάτικα πρωί πρωί και τα μεσημέρια βυθίζονταν στις παράνοιες του Ντοστογιεφκσι μέχρι που τις βράδυνες ώρες η κοινωνικοποίηση τους έπαιρνε την μορφή της ψευδό-φιλοσοφίας για το νόημα της ζωής (άμα είσαι εντελώς αγάμητος κάπου πρέπει να βρεις διέξοδο). Τις ώρες της ελευθερίας τους τις περνούσαν σχολιάζοντας και κριτικάροντας τον βίο και την πολιτεία των υπολοίπων απόντων γνωστών (δες θάψιμο). Ο φίλος που μας φιλοξενούσε την συγκεκριμένη Κυριακή για μπραντς ήταν ένας απ’αυτους και καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος.