[Συνέχεια απο το 48 ώρες μάχης στην άβυσσο μιας ψυχής (2)... ]
¨Ο Άδης κυβερνούσε τους νεκρούς, βοηθούμενος από δαίμονες επί των οποίων είχε απόλυτη εξουσία. Απαγόρευε αυστηρά στους υποτελείς του να φύγουν από την περιοχή του και γινόταν πολύ οργισμένος όταν κάποιος προσπαθούσε να φύγει, ή αν κάποιος προσπαθούσε να κλέψει την λεία του.
Εκτός από τον Ηρακλή, οι μόνοι άλλοι ζωντανοί άνθρωποι που τόλμησαν να εισέλθουν στον κάτω κόσμο ήταν όλοι ήρωες: ο Οδυσσέας, ο Αινείας (συνοδευόμενος από την Σίβυλλα), ο Ορφέας και ο Θησέας. Κανείς τους δεν ευχαριστήθηκε ιδιαίτερα από ό,τι είδαν στο βασίλειο των νεκρών. Συγκεκριμένα, ο ήρωας του Τρωϊκού πολέμου Αχιλλέας, τον οποίο ο Οδυσσέας συνάντησε στον Άδη είπε:
"Μη μου μιλάς καταπραϋντικά για τον θάνατο, ένδοξε Οδυσσέα. Θα προτιμούσα να υπηρετώ ως μισθοφόρος κάποιου άλλου, παρά να είμαι ο αφέντης των νεκρών που χάθηκαν."
Η πιο διάσημη ιστορία στην οποία πρωταγωνιστεί ο Ορφέας είναι αυτή της συζύγου του Ευρυδίκης. [...]Δραπετεύοντας από τον Αρισταίο, δαγκώθηκε από ένα ερπετό και πέθανε. Αλλόφρων, ο Ορφέας έπαιξε τόσο άσχημα τραγούδια και τραγούδησε τόσο θρηνητικά που όλες οι νύμφες και οι θεοί έκλαψαν και τον συμβούλευσαν. Ο Ορφέας κατέβηκε στον κάτω κόσμο και με τη μουσική του απάλυνε την καρδιά του Άδη και της Περσεφόνης (το μόνο άτομο που τα κατάφερε ποτέ), οι οποίοι συμφώνησαν να επιτρέψουν στην Ευρυδίκη να επιστρέψει μαζί του στη γη. Αλλά η συμφωνία που συνόδευε την απόφαση ήταν πως έπρεπε να περπατά μπροστά από αυτήν και να μην κοιτάξει πίσω μέχρι να φτάσει στον πάνω κόσμο. Μέσα στην αγωνία του αθέτησε την υπόσχεση και η Ευρυδίκη εξαφανίστηκε πάλι από την θέασή του.
Μετά το θάνατο της Ευρυδίκης, ο Ορφέας απαρνήθηκε τον έρωτα των γυναικών και έπαιρνε μόνο άντρες ως εραστές του. Θεωρείται πως είναι αυτός που εισήγαγε τον αντρικό έρωτα στους Θράκες.
Στο τέλος της ζωής του περιφρόνησε την λατρεία όλων των θεών εκτός από του ήλιου, τον οποίο αποκαλούσε Απόλλωνα. Ένα πρωινό ανέβηκε το όρος Παγγαίον (όπου ο Διόνυσος είχε ένα μαντείο) για να χαιρετήσει τον θεό κατά την ανατολή , αλλά σκοτώθηκε από Θρακικές Μαινάδες επειδή δεν τιμούσε τον πρώην προστάτη του, τον Διόνυσο. Είναι σημαντικό πως ο θάνατός του είναι ανάλογος με το θάνατο του Διονύσου.
Ο Οβίδιος (Μεταμορφώσεις XI) επίσης αφηγείται πως οι Θρακικές Μαινάδες, ακόλουθοι του Διονύσου, περιφρονημένες από τον Ορφέα, αρχικά του έριξαν ραβδιά και πέτρες ενώ έπαιζε, αλλά η μουσική του ήταν τόσο όμορφη που ακόμα και οι πέτρες και τα κλαδιά αρνιόντουσαν να τον χτυπήσουν. Εξαγριωμένες, οι Μαινάδες τον έσκισαν σε κομμάτια κατά τη φρενίτιδα των Βακχικών τους οργίων. Μεσαιωνικές παραδόσεις έχουν μια άλλη προσθήκη: στο σχέδιο του Albrecht Durer η κορδέλα ψηλά στο δέντρο αναφέρει: Orfeus der erst puseran (Ορφέας, ο πρώτος σοδομίτης).
Το κεφάλι και η λύρα του, ακόμα τραγουδώντας θρηνητικά τραγούδια, επέπλευσαν στον Έβρο ως την Μεσογειακή ακτή. Εκεί, οι άνεμοι και τα κύματα τα μετέφεραν στην Λεσβιακή ακτή, όπου οι κάτοικοι έθαψαν το κεφάλι του και ένας ναός κατασκευάστηκε προς τιμή του κοντά στην Άντισσα. Η λύρα μεταφέρθηκε στον ουρανό από τις Μούσες, και τοποθετήθηκε ανάμεσα στα αστέρια. Οι Μούσες συνέλεξαν και τα κομμάτια του κορμιού του και τα έθαψαν κάτω από τον Όλυμπο, όπου τα αηδόνια κελαηδούσαν πάνω από τον τάφο του. Η ψυχή του επέστρεψε στον κάτω κόσμο, όπου επανενώθηκε τελικά με την αγαπημένη του Ευρυδίκη.¨
Κοιμόταν τρεις μέρες με μόνη διακοπή τα μικρά ξυπνήματα που είχε για να πιει λίγο νερό και να καπνίσει ένα δυο τσιγάρα.
Η εικόνα ήταν η ιδία χωρίς αλλαγή τους τελευταίους έξη μήνες. Έπεφτε ακίνητος στο κρεβάτι, σηκωνόταν, έτρωγε σοκολάτες με τη σέσουλα, κάπνιζε πενήντα τσιγάρα μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες και ξαναπήγαινε στο κρεβάτι για να μείνει εκεί ακίνητος σαν πτώμα, σαν ένα φυτό και η σκιά του ήταν σαν το στοιχειό του σπιτιού που πηγαινοερχόταν ανήσυχο ψάχνοντας κάτι που δεν έβρισκε ποτέ, σαν το φάντασμα που με κυνηγούσε. Μέρα παρά μέρα η ίδια απαράλλακτη σκηνή στη ζωή μιας σκιάς, ενός φαντάσματος που έβρισκε ανθρώπινη υπόσταση μονό τις στιγμές που ήθελε να φαρμακώσει τη ζωή του με νικοτίνη και ζάχαρη.
Η απελπισία μου μεγάλωνε, με έφερε σε ένα αδιέξοδο. Μίλησα αμέτρητες φόρες με τον ψυχίατρο του κι’ άλλες τόσες με αυτόν που ονόμαζε πατέρα. Ο γιατρός έδειχνε έμμεσα έλλειψη κατανόησης για την κατάσταση του (αν τον έκλεινε μέσα στο ψυχιατρείο θα έχανε τα λεφτά των επισκέψεων για την δήθεν θεραπεία) κι’ ο πατέρας του χωρίς ενοχές άμεση αδιαφορία. Συνέχισα να προσπαθώ να τους ξυπνήσω την ευαισθησία τους σαν φωνή βοώντος εν τη ερημω και άρχισα παρά την υπομονή που με χαρακτήριζε να νιώθω ότι θα εκραγώ. Εκατόν ογδόντα μέρες φρόντιζα ένα φυτό, μια κωματώδη κατάσταση, ένα ζωντανό πτώμα χωρίς καμία υποστήριξη, χωρίς καμία βοήθεια κι’ όλες η κραυγές μου για βοήθεια έπεφταν στο κενό. Κανένας δεν ήθελε να καταλάβει την κατάσταση. Ήμουν οργισμένος και η οργή μου έπαιρνε δρόμο σε όλες τις κατευθύνσεις, σαν μια ανέκφραστη επίθεση στο περιβάλλον του, στον πατέρα του, στον γιατρό του, στο σύστημα και προ πάντων στον ίδιο. Είχε την μεγαλύτερη ευθύνη. Βρισκόμουν στη μέση μιας ερήμου αδιαφορίας και απανθρωπιάς. Γι’ αυτό και ήμουν αναγκασμένος να μείνω εκεί διπλά του είτε το ήθελα είτε όχι και να φροντίζω όπως μπορούσα (κάνοντας του βέβαια και τη ζωή μαρτύριο παράλληλα μη ξέροντας μέσα στην απόγνωση μου πώς να αντιδράσω σε τέτοια πρωτόγνωρη κατάσταση).
Κάθε δυο εβδομάδες ζούσε μια μέρα αναλαμπής. Σε τέτοιες μέρες σηκωνόταν, έκανε μπάνιο (τις υπόλοιπες δυο εβδομάδες ήταν εννοείται αμπανιαριστος), ντυνόταν και έβγαινε απ’ το σπίτι για να διευθετήσει τις εκκρεμότητες του. Σε τέτοιες μέρες ένιωθε ξαναγεννημένος, σαν Θεός έτοιμος να ξαναδημιουργήσει τον κόσμο απ’ την αρχή. Έφευγε απ’ το σπίτι, πήγαινε σ’ ένα καφέ για πρόγευμα με την καθημερινή εφημερίδα, αργότερα πήγαινε για ψώνια (εγώ ψώνιζα κάθε μέρα βέβαια, είχα γίνει μέτοχος στις βιομηχανίες σοκολάτας και γλυκών, είχε όμως την απροσδιόριστη ανάγκη να νιώθει ότι κάνει κάτι δημιουργικό, ότι με βοηθά) και μετά έβλεπε τους πελάτες του, που περίμεναν πια κάθε δυο εβδομάδες για ένα ραντεβού. Σε τέτοιες μέρες επισκεπτόταν και τον ψυχίατρο του με μια διάθεση τρία πουλάκια κάθονται κι’ ο ηλίθιος πίστευε ότι ήταν σχετικά καλά, του έγραφε τις συνταγές για τα ψυχοφάρμακα (αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά, αγχολυτικά και υπνωτικά – όλα τα συστατικά κοκτέιλ) και έφευγε με την ικανοποίηση ότι ο γιατρός ο βλακας δεν καταλάβαινε τίποτα απ’ την σοβαρότητα της κατάστασης του. Και σε τέτοιες μέρες έβρισκα την ευκαιρία να ανασάνω, να μου δώσω ελπίδα, ξεχνούσα την οργή που ένιωθα όλο τον καιρό να με πνίγει και πίστευα άθελα μου σε μια καινούργια αρχή. Είκοσι τέσσερις ώρες μετά όλη η καινούργια δύναμη και η ελπίδα σβηνόταν πάλι μέσα στην λαίλαπα που ξανάπεφτε. Έφευγαν όλα, οι ώρες γέμιζαν πάλι με απελπισία, βουβές, μουχλιασμένες, όλα γίνονταν ξανά σκιές. Στο τέλος τέτοιων ήμερων κατάπινε πάλι τα αντικαταθλιπτικά, τα νευροληπτικά, τα αγχολυτικά και τα υπνωτικά σε διπλές δόσεις κι’ έπεφτε σε μια καινούργια ακινησία, σ’ ένα κώμα που το έκανε σίγουρο με λίτρα από αλκοόλ. Το κώμα θα διαρκούσε πάλι δυο εβδομάδες. Αυτός ήταν ο καθημερινός ρυθμός για εκατόν ογδόντα μέρες τώρα.
Η δική μου μέρα ήταν συνυφασμένη με τον δικό του ρυθμό. Πήγαινα δουλειά και το βραδύ επέστρεφα στο σπίτι, μέρα παρά μέρα, για να καθαρίσω και να απολυμάνω γιατί στα βήματα του άφηνε ένα χάος. Απ’ το πρωί μέχρι το βραδύ κατάφερνε να γεμίζει τον νεροχύτη της κουζίνας με όλα τα ποτήρια αφού πρώτα τα είχε χρησιμοποιήσει, για κάθε γούλια νερό κι’ ένα ποτήρι. Τα καλύμματα των σοκολατων, της καθημερινής του τροφής, βρίσκονταν σαν μωσαϊκό ποτ πουρί σε όλο πάτωμα του καθιστικού μαζί με μισοφαγωμένα φρούτα σε άμορφη μάζα και μαζί με τις τρίχες του σκυλού που κάλυπτε ολοκληρωτικά το χρώμα του παρκέ. Η τουαλέτα δεν μπορούσε στο τέλος κάθε τέτοια μέρας να χρησιμοποιηθεί πριν γίνει ολοκληρωτική ανακαίνιση και απολύμανση γιατί μέσα στην τύφλα των ψυχοφαρμάκων δεν ετύχαινε να βρει το άνοιγμα της, επομένως όλα κατέληγαν παντού εκτός μέσα στην τουαλέτα. Καπνισμένα αποτσίγαρα και στάχτες έκαναν παρέλαση μεταξύ σταχτοδοχείων και πατώματος.
Μέσα σ’αυτό το χάος περίμενε ο άμοιρος ο σκύλος κάθε μέρα στωικά να ‘ρθω να τον απελευθερώσω απ’ την ασφυξία, να βγει να αναπνεύσει ελευθερία απ’ τα φυσικά δεσμά του. Και μετά τον σκυλοπεριπατο άρχιζα την επιχείρηση ¨Ανακαίνιση¨, την τέλειωνα κοντά στα μεσάνυκτα για να την ξαναρχίσω την επόμενη το βράδυ απ’ την αρχή καθώς μπαίνοντας του σπιτιού θα με κτυπούσε η αστραπή της καινούργιας καταστροφής, της ερήμωσης και της βρωμιάς, κάθε μέρα για εκατόν ογδόντα μέρες, σαν ένας μοντέρνος Σίσυφος.
¨Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας . Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος. Όλα άρχισαν όταν ο Δίας αποπλάνησε την Αίγινα. Η Αίγινα ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνωρίζει και αυτός συμφώνησε αφού ο Ασωπός για αντάλλαγμα του έταξε ότι μια πηγή με νερό θα αναβλύζει ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του. Ο Σίσυφος γνώριζε πολλά για την υπόθεση και τα είπε στον Ασωπό. Στη συνέχεια ο Ασωπός καταδίωξε τον Δία. Αφού ο Δίας γλίτωσε, αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο. Έτσι έστειλε τον Σίσυφο στον Άδη. Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να φυλακίσει τον Άδη. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές. Ο Άδης αδυνατούσε να πάρει τις ψυχές των θανατηφόρα τραυματισμένων ανθρώπων και ζώων, ο κόσμος γέμιζε σιγά-σιγά από τραυματισμένα, ακρωτηριασμένα και ανήμπορα έμψυχα όντα. Oι θεοί αναστατώθηκαν και ο Άρης ελευθέρωσε τον Άδη από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη. Πάλι όμως ο Σίσυφος είχε προνοήσει. Είχε πει στη γυναίκα του να μη θάψει το σώμα του. Έτσι ζήτησε από τον Άδη τρείς μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα. Ο Άδης δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως ο τελευταίος δεν επέστρεψε. Έτσι ήρθε η σειρά του Ερμή να τον πάει στον Άδη. Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για όλη αυτή τη συμπεριφορά. Οι «κριτές των νεκρών» του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα δεν σταθεροποιείτο και έπεφτε από την άλλη. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.¨
Η σισύφεια μου τιμωρία δεν έβρισκε τέλος. Οι δυνάμεις μου και οι ενέργειες μου με εγκατέλειπαν. Ξανατηλεφώνησα στον ψυχίατρο του κι’ έκλεισα ένα ραντεβού. Πήγα χωρίς να ξέρω τι έλπιζα. Έλπιζα σε κάτι; Το μονό που με έσπρωχνε εκεί ήταν μια έντονη ανάγκη για απελευθέρωση. Δεν μπορούσα άλλο, απλά. Ήθελα οξυγόνο να αναπνεύσω, ήθελα λιβάδι να τρέξω, μια θάλασσα να κολυμπήσω, έπρεπε απλά να σπάσω τις αλυσίδες μου και τρέξω μακριά, να πετάξω στον ορίζοντα της ελευθερίας, κάθε μέρα που ξυπνούσα πέθαινα και ο θάνατος της κάθε καινούργιας μέρας ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο.
Πήγα στο ιατρείο. Του περιέγραψα την κατάσταση με μεγάλη λεπτομέρεια και χωρίς δραματικές υπερβολές. Μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν με πίστευε, ότι δεν ήθελε να κατανοήσει πως μιλούσα για τον ψυχικό θάνατο δυο ανθρώπων. Άρχισα να επαναλαμβάνομαι και να χάνω τον αυτοέλεγχο μου, σηκώθηκα απ’ την πολυθρόνα που καθόμουν και τον άρπαξα απ’ τον γιακά (μια αδελφή βλέπει κόκκινο) ταρακουνώντας τον σαν σέικερ. Μέχρι που είπε ότι κατάλαβε. Το επανέλαβε τρεις φόρες μέχρι που ησύχασα. Θα περίμενε ακόμα τρεις μέρες και αν δεν τον επισκεπτόταν στο ιατρείο θα ειδοποιούσε το γραφείο υγείας και έναν δικαστή για να εκδώσει διάταγμα εσωκλεισμου του σ’ ένα ψυχιατρείο. Δεν είχα απολύτως καμία ιδέα τι μου έλεγε αλλά προσπάθησα να δω ένα φως μέσα απ’ τα λεγόμενα του. Έφυγα απ’ το ιατρείο και πήγα στο σπίτι.
Τον βρήκα ξαπλωμένο στον καναπέ, τα μακριά ξανθιά του μαλλιά, άπλυτα έφευγαν απ’ το κρανίο του σε κάθε κατεύθυνση του χώρου και τα γαλάζια του μάτια ανέκφραστα έβλεπαν στο πουθενά. Κάθε φορά που έμπαινα στο διαμέρισμα ένιωθα ένα μαχαίρωμα στην κοιλιά. Ήταν οδυνηρό να βλέπω την ιδία εικόνα κάθε μέρα, δεν μπορούσα να προσδιορίσω αν αυτό που ένιωθα ήταν οργή η συμπόνια η ένα κοκτέιλ από οργή, συμπόνια, αυτολυπηση και κούραση. Ήταν σε μια ημισυνειδητη κατάσταση και έτσι βρήκα την ευκαιρία να τον ενημερώσω για την επίσκεψη μου στον γιατρό του. Συνέχισε να ήταν ξαπλωμένος, ακίνητος, δεν ήμουν σίγουρος αν κατάλαβε τι του είπα. Μετά από λίγο σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι για να συνεχίσει να πεθαίνει. Ήμουν ξανά έτοιμος να εκραγώ αλλά τι θα καταλάβαινα;
Πόσες φόρες στο παρελθόν δεν τον απείλησα ότι θα τον εγκατέλειπα αν δεν αρχίσει να ελέγχει την ζωή του, πόσες φορές δεν είχα πει ότι θα τέλειωνα το συμβόλαιο ενοικίασης του διαμερίσματος έτσι ώστε να μείνει μόνος και αβοήθητος; Σκέφτηκα όλες τις απειλές και τις ξεστόμισα όλες του τελευταίους μήνες αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Η εκρηκτική μου απελπισία, η θανατηφόρα έλλειψη στήριξης άρχισε να βρίσκει έκφραση στον καθαρισμό του σπιτιού. Άρχισα να καθαρίζω ότι βρισκόταν στον δρόμο μου: πόρτες, παράθυρα, κορνίζες, πλακάκια, μπάνιο τουαλέτα, τοίχους, τον σκυλο, εμένα τον ίδιο, αν είχα λάβει μέρος σε διαγωνισμό σφουγγαρίσματος θα έπαιρνα σίγουρα το πρώτο βραβείο: έναν εθισμένο ψυχοπαθή. Το σπίτι έγινε ξανά καινούργιο και εγώ έγινα η καινούργια Shirley Valantine.
Τρεις μετά την επίσκεψη μου στον τρελλογιατρο του ξύπνησε και με παρακάλεσε να πάω μαζί του στο ιατρείο. Εκπλάγηκα και δεν ήθελα βεβαία δεύτερη κουβέντα. Ετοιμάστηκε και φαινόταν ένα μάτσο χάλια. Οι έξη μήνες που έζησε σαν σκιά της ψυχής του άφησαν εμφανή τα σημάδια τους στο πρόσωπο του. Ήταν κουρασμένος, χωρίς δύναμη ζωής και παράλληλα είχε μια αστέρευτη δύναμη κρυμμένη βαθειά μέσα του, μια δύναμη ζωής που ήταν ένα μίγμα του ηδονιστικού συναισθήματος της ολοκληρωτικής κατάθλιψης και της θέλησης για να ζήσει. (συνεχίζεται...)
Λεξεις-Κλειδια: Αδης, Ορφέας, Ευρυδίκη, άντρας, εραστής, φάντασμα, απελπισία, ψυχίατρος, 180, οργή, απανθρωπιά, αδιαφορία, μαρτύριο, αναλαμπή, Θεός, ψυχοφάρμακα, αντικαταθλιπτικά, λαίλαπα, κώμα, χάος, απολύμανση, καταστροφή, ερήμωση, βρωμιά, ανακαίνιση, Σίσυφος, τιμωρία, ψυχικός, θάνατος, άνθρωπος, συμπόνια, αυτολυπηση, κούραση, κατάθλιψη,
Ψυχες και σωματα, οι αναζητησεις μου στους ερωτες της νυκτας, στα ανωνυμα σωματα, οι περιπετειες μου οι τραγελαφικες, οι μεγαλες και οι παροδικες μου αγαπες. Ολα μια αναζητηση στην αβυσσο του εγω, στο καθε μερα, μια αναζητηση για απαντησεις στα μεγαλα ερωτηματικα, δεν υπαρχουν απαντησεις, μονο μια πορεια που με δοκιμαζει, που με ωριμαζει, που με βαζει σε νεες δοκιμασιες και μου δημιουργει περισσοτερες ερωτησεις παρα που μου δινει απαντησεις.
Αναγνώστες
Κυριακή 25 Νοεμβρίου 2007
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Φίλε μου,
Μου αρέσει που εισάγεις στην εξιστόρηση σου αρχαίους γνωστούς ελληνικούς μύθος, και ίδιος εκείνο με τον Σίσυφο ήταν πολύ εύστοχο –κατά την ταπεινή μου γνώμη.
Πραγματικά τρομάζω με αυτά που περιγράφεις πως περνάς. Είναι μια κατάσταση στην οποία δαπανάς τρομερά πολύ ενέργεια και δεν ξέρω αν στο τέλος θα σου δώσει λίγη πίσω. Από καρδιάς, θέλω να σου ευχηθώ καλό κουράγιο και δύναμη. Μακάρι τα Χριστούγεννα να έχει βελτιωθεί κάπως η κατάσταση, να κάνεις όμορφες γιορτές.
Συγχαρητήρια για την πρωτοβουλία σου.
Στην εποχή μας δεν επιλέγουν πολλοί να βλέπουν την πραγματικότητα, πόσο μάλλον να την αντιμετωπίζουν. Και είναι κρίμα γιατί αυτές είναι καταστάσεις που μπορεί να συναντήσει καθένας στη ζωή του. Και είναι πολύ σημαντικό για κάποιον να μπορεί να νιώθει τον πόνο του άλλου και να τον βοηθά. Αυτό λείπει από πολλούς και στη ζωή μου το συνάντησα σπάνια. Ελπίζω οι μέρες που θα ρθουν να είναι πιο όμορφες από αυτές που πέρασαν!
Δημοσίευση σχολίου