Αναγνώστες

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2007

Οι εραστές του Checkpoint Charlie

Απ'τον Σεπτεμβριο του 2005...

Η πτήση για το Βερολίνο κράτησε λιγότερο από μια ώρα. Μπήκα στο ταξί και πήγα κατευθείαν στο ξενοδοχείο, στον παλιό γαλλικό τομέα, κοντά στην ανακαινισμένη βουλή. Το συνέδριο του ΚΟΤ θ’αρχιζε στις πέντε το απόγευμα έτσι είχα όλη τη μέρα στη διάθεση μου. Αντιπροσώπευα έναν πελάτη από την Κύπρο απ’τον τουριστικό τομέα που ήθελε να αναδιοργανωθεί. Είχα κάνει όλες τις αναλύσεις μου την εβδομάδα που πέρασε και θα παρευρισκόμουν στο συνέδριο μονό σαν ακροατής παρακολουθώντας και παίρνοντας σημειώσεις για τον σκοπό της αναδιοργάνωσης και της καινούργιας στρατηγικής του πελάτη μου. Θα είχα κάποιες επαφές μετά το τέλος του συνέδριου και αυτό ήταν. Ήμουν πολύ χαλαρός και είχα χρόνο να αφοσιωθώ στα ραντεβού που έκλεισα απ’το ιντερνετ. Ήμουν στο Βερολίνο, την πρωτεύουσα της χωράς που εμένα, την πρωτεύουσα του γκέι λαιφ και την πρωτεύουσα του σεξ. Και δεν είχα σκοπό να χάσω κανένα αξιοθέατο. Το πρώτο μου ραντεβού ήταν στις δυο.


Έφτασα στο ξενοδοχείο, πήρα το δωμάτιο μου με ασύρματη πρόσβαση στο ιντερνετ και πήγα κατευθείαν στο ντους για φρεσκάρισμα και προετοιμασία.

Το απόγευμα πέρασε γεμάτο καινούργιες και εξουθενωτικές αλλά και αναζωογονητικές εμπειρίες. Μετά τον πολύωρο μαραθώνιο, ξαναμπήκα στο ντους, έγινα σωστός κύριος φορώντας ένα πολύ απλό κουστούμι του Αρμάνι και κατέβηκα κάτω στην αίθουσα του συνέδριου με το notebook στο χέρι. Παρακολούθησα διακριτικά τους υπόλοιπους παρόντες: οι περισσότερες γυναίκες ήταν γερμανίδες, ένας άντρας γερμανός και οι υπόλοιποι κύπριοι.

Με την πρώτη αντιπάθησα αμέσως και χωρίς καθυστέρηση τις γερμανίδες.

Οι γερμανίδες που έχουν σχέση με την Κύπρο στην πλειοψηφία τους θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο απέναντι στους Κύπριους και απέναντι στους ιδίους τους γερμανούς. Κι’αν είναι κάτι που δεν μπορώ να χωνέψω με τίποτε είναι η υπεροψία των λανθασμένων βάσεων (γιατί η δικαιολογημένη υπεροψία μπορεί να είναι και σέξι).Οι λόγοι είναι πολλοί γι’αυτή την υπεροψία: Η σχέση τους με την Κύπρο δημιουργήθηκε μέσα απ’το σεξ. Είτε τα βρήκαν με έναν πάλε ποτέ φοιτητή με τον οποίον παντρεύτηκαν, είτε κάποιος τις πήδηξε στις διακοπές και ξέμειναν στην Κύπρο αλλά χωρίς τον επιβήτορα η με κάποιον νταραβερίστηκαν κατά την διάρκεια μιας διεθνούς έκθεσης (καλή ώρα όπως τώρα) και τις κουβάλησε στο νησί όπου οι θεοί κάνουν διακοπές. Όποιος κι αν είναι ο λόγος αυτές βρήκαν το διαβατήριο τους για μια πολύ καλύτερη ζωή απ’ότι είχαν στην Γερμανία, μάζεψαν τα μπογαλάκια τους και κατέβηκαν στο νησί του έρωτα για να διαπιστώσουν άλλες αλήθειες. Αυτοί όμως ήταν οι λόγοι που χαρακτήρισαν τις δεκαετίες από το εβδομήντα μέχρι το ογδόντα όταν η Γερμανία ήταν ο παράδεισος σπουδών για τους Κύπριους.

Εκείνη την περίοδο οι μεσογειακοί και οι λατινοαμερικανοί σπούδαζαν στην Γερμανία γιατί η χωρά δεν είχε επιβάλει δίδακτρα ακόμα στα πανεπιστήμια της. Άρα οι τριτοκοσμικοί ήταν η πλειοψηφία στα γερμανικά πανεπιστήμια. Προερχόμενοι από κοινωνίες συντηρητικές, διπλού ήθους και με περιορισμένες σεξουαλικές ελευθέριες και επομένως δραστηριότητες γινόταν τότε το έλα να δεις στα κρεβάτια τα φοιτητικά (κρίμα που δεν ήμουν τότε ενήλικας, διαφωτισμένος και στρειτ). Συνήθως οι ¨εύκολες¨ ήταν μετρίου η κάτω του μετρίου εμφάνισης, προέρχονταν από ένα μικρομεσαίο κοινωνικό περίγυρο, με περιορισμένους οικονομικούς πόρους (τα πράγματα ήταν πολύ χειρότερα στο πρώην ανατολικό μπλοκ) χωρίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις μέλλοντος. Το κοινό όλη αυτής της γκάμας ήταν στερεότυπα τα αξύριστα πόδια και οι αξύριστες μασχάλες. Πραγματικά αν είναι κάποτε να αποδεικτή ποιος έφερε στην Γερμανία το θεσμό της αποτρίχωσης νομίζω ότι οι κύπριοι θα είναι σίγουροι νικητές. Σαν ευρωπαίες που είχαν μάθει να σκάφτονται και να υπολογίζουν με το σωστό κεφάλι κι’όχι με δευτερεύοντα η με κούφιες τρύπες έδιναν αυτό που ο κύπριος χρειαζόταν πιο πολύ κι έτσι εξασφάλισαν δίοδο στο νησί της Αφροδίτης με γάμους παραδοσιακούς και πολύ χρήμα. Η οικονομική ευχέρεια βεβαία συνήθως εξαφανίζει και την προτίμηση στην οικολογική, φυσική ομορφιά κι’ετσι ξαφνικά εξαφανίστηκαν και οι τρίχες απ τα πόδια και τις μασχάλες των γερμανίδων. Όπως και το περισσότερων εξαφανίστηκε μετά από κάποια χρόνια και ο άντρας που παντρεύτηκαν. Αλλά στην Κύπρο παρέμειναν. Και επιβίωσαν λογά της γερμανικής γλωσσάς και του ΚΟΤ. Και των ξενοδοχείων, και των μπαρ κλπ. Αλλά τώρα είχαν κι’ένα άλλο χαρακτηριστικό: Έγιναν και φαρμακερές μετά τις εμπειρίες τους στο νησί του έρωτα. Κι’εμεις στην Κύπρο αποκτήσαμε ένα καινούργιο είδος χομο σαπιενς, το χομο σαπιενς θήλεους γερμανίκους έχιδνους.

Ήταν βασικά σαν το είδος που εξελίχτηκε στην Κύπρο την ιδία εποχή από τις ντόπιες κύπριες (γενετική παράλλαξη) όταν άρχισαν οι γερμανικές παράκτιες να κατεβαίνουν στην Κύπρο σωρηδόν. Οι ανάλογες κύπριες έπεσαν με μούτρα τότε στους πεινασμένους γερμανούς (γιατί συνήθως μεταναστεύουν αυτοί που στην χώρα τους δεν έχουν στον ήλιο μοίρα) οι όποιοι όμως είχαν χοντρό πορτοφόλι λόγο παράκτιου. Και οι μεν παντρεύτηκαν τους δε αλλά για το κέρατο γύριζαν πάντα στους ομοεθνείς τους, σαν τους ελέφαντες που γυρίζουν πάντα στον τόπο που γεννηθήκαν για να πεθάνουν. Στην Κύπρο βεβαία είχαμε και μια περαιτέρω παραλλαγή του θηλυκού είδους, αυτού που έπεφτε με τα μούτρα στους ελλαδικούς στρατιωτικούς ή στους ελλαδικούς φοιτητές στην Ελλάδα.

Αυτό το μεταλλαγμένο είδος γερμανίδας ήταν παρών στο συνέδριο της βραδιάς. Η αντιπάθεια ήταν βεβαία αμοιβαία: Ένας σχετικά ελκυστικός άντρας, κομψός και αθλητικός που δεν είχε τα λουκς τα κυπριακά, με άπταιστη γνώση της γλώσσας και κάρτα ταυτότητας με τρεις ακαδημαϊκούς τίτλους που δεν τους έδωσε σημασία. Η τέλεια συνταγή για να σε μισήσουν γυναίκες ανικανοποίητες. Με αυτά χάθηκε και η τελευταία ευκαιρία να δημιουργηθεί μια φιλικότητα κατά την διάρκεια της βραδιάς. Ωιμέ!

Καθώς συνομιλούσα με τους άλλους συνάδελφους τα μάτια μας συναντήθηκαν. Βρισκόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας συζητώντας με τους δικούς του ενδιαφερομένους. Ήταν μια τυχαία οπτική συνάντηση, τίποτα περισσότερο. Το έντονο βλέμμα του όμως σ’αυτό το κλάσμα δευτερόλεπτου μου είπε ότι με αναγνώρισε με τον τρόπο του όπως κι εγώ τον αναγνώρισα, σαν δυο κατάσκοποι της ίδιας πλευράς σ’εχθρικο έδαφος. Ήμουν συγκεντρωμένος στην επαγγελματική μου συζήτηση και απολάμβανα την υπέροχη μου. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός, δεν ήταν και ο μόνος απ’την δική μας όχθη στο συνέδριο, και ήμουν αρκετά χαλαρωμένος απ’τις διενέξεις του απογεύματος έτσι ώστε να μην βρισκόμουν σε συχνότητα κυνηγίου.

Με το τέλος του συνέδριου κατευθυνθήκαμε όλοι στο μπαρ για ένα ποτό μέχρι να αρχίσει το βραδινό πρόγραμμα. Οι περισσότεροι κάθισαν μαζί κι’εγω αποτραβήχτηκα στο μπαρ μόνος μου απολαμβάνοντας ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. Εκείνος ήταν ανάμεσα τους. Τον παρατήρησα διακριτικά. Τα μάτια μας ξανασυναντηθήκαν αυτή την φορά πιο έντονα, σαν μαχαίρια καρφώνοντας τα θύματα τους με απερίγραπτο λίμπιντο. Ήταν ψήλος και αδύνατος, με καθαρά ελληνικό παρουσιαστικό, κομψά αξύριστος και γυαλιά που του χάριζαν μια αύρα διανοουμένου. Το βλέμμα του φώναζε για περιπέτειες με αγνώστους της νύκτας αλλά δεν ήθελα να ριψοκινδυνεύω την κατάσταση. Τα μάτια του ήταν που φώναζαν σιωπηλά κι’όχι το στόμα του. Μιλούσε με δυνατή φωνή, μπορούσα χωρίς προσπάθεια να ακούσω την κάθε του λέξη. Ο τρόπος του πρόδιδε μια υπερβολική αυτοπεποίθηση και δυνατό κυνισμό, κάτι που με έκανε αυτόματα να νιώσω σεβασμό και περισσότερη έλξη αν και δεν γνώριζα καθόλου ποιος ήταν.

Τριάντα λεπτά αργότερα το πρόγραμμα της βραδιάς άρχιζε και όλοι πέρασαν απ’το μπαρ να πληρώσουν τα ποτά τους για να πάνε στην τραπεζαρία. Ήρθε και στάθηκε διπλά μου. Κοιταχτήκαμε ξανά.

- Γνωριζόμαστε αν δεν κάνω λάθος, μου είπε με προφορά που πρόδιδε κάποιον με ελληνική καταγωγή αλλά προσαρμοσμένο στην κυπριακή διαλεκτό.

- Δεν θυμάμαι και είμαι σίγουρος ότι δεν θα ξεχνούσα τέτοια γνωριμία. Εγώ και το στόμα μου που δεν κρατιέται μόλις πιει λίγο κρασί.

- Α έτσι; Και τι σε κάνει τόσο σίγουρο ότι θα θυμόσουν;

Η απελευθερωμένη απ’το κρασί γλωσσά μου δεν γνώριζε φρένο.

- Γιατί ποτέ δεν ξεχνώ μια ενδιαφέρουσα παρουσία.

Με κοίταξε διατρητικά.

- Δεν φαίνεσαι για Κύπριος, παρατήρησα.

- Όχι, είμαι μισός γερμανός και μισός έλληνας. Μπάσταρδος βασικά. Το πάνω μισό είναι γερμανικό και το κάτω ελληνικό.

Στο μπάσταρδος είχαμε βρει ήδη την κοινή μας βάση.

- Πως είσαι τόσο βέβαιος ότι το κάτω μέρος είναι το ελληνικό;

- Γιατί δουλεύει μ’έναν τρόπο που κανένα γερμανικό εργαλείο δεν θα δούλευε, είπε, δηλαδή τέλεια.

Ο τύπος του έδινε και καταλάβαινε. Κι’εγω νόμιζα ότι είχα ετοιμότητα λόγου.

- Δεν θα υποτιμούσα τα γερμανικά μηχανήματα πάντως, του απάντησα λακωνικά. Αν και δεν είμαι οπωσδήποτε φανατικός των γερμανών, τους πιστώνω θετικά πάνω σ’αυτό το θέμα. Και παρόλο ότι τους λείπει το μεσογειακό πάθος, είναι πολύ καλοί στα θέματα διάτρησης.

Με κοίταξε για λίγο σιωπηλά και μετά πρόσθεσε:

- Νομίζω ότι πρέπει να συζητήσουμε το θέμα μετά το φαγητό, δεδομένου βεβαία ότι έχεις ενδιαφέρον να διευρύνεις τους ορίζοντες μου.

Εκείνη τη στιγμή σιγουρεύτηκα ότι μιλούσαμε στο ίδιο ακριβώς επίπεδο και δεν ήταν οπωσδήποτε το Beaujolais που με έκανε να έχω παραισθήσεις..

- Όποτε θες.

- Είμαι σίγουρος ότι θα είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση και είμαι πολύ περίεργος, είπε.

Έμεινα για λίγο μόνος μετά που απομακρύνθηκε κάπως αποσβολωμένος γιατί τέτοια αυτονόητη προσέγγιση σπάνια έζησα.

Μετά το καθαρά κυπριακό φαγητό και καθαρά κυπριακό μουσικό πρόγραμμα (ουδέν σχόλιο) ξαναβρεθήκαμε στο μπαρ όπου μου εξιστόρησε το βιογραφικό του χιουμοριστικά και κυνικά. Τον βρήκα ενδιαφέρον. Μου θύμισε έναν παλιό στενό φίλο που ζούσε τώρα Αγγλία. Μονό που ο φίλος μου δεν ήταν παντρεμένος με γυναίκα εδώ και μια δεκαετία. Τελειώνοντας την ιστορία της ζωής του με ρώτησε αν ήθελα να πάω στο δωμάτιο του αργότερα. Γιατί να μην ήθελα; Αν και είχα κλείσει ένα άλλο ραντεβού με κάποιον που μιλούσα εδώ και μήνες στο ιντερνέτ η αδυναμία που έχω στους παντρεμένους άντρες και ελληνόφωνους μάλιστα υπερίσχυε της περιεργείας μου να γνωρίσω τον γερμανό ιντερνετικο μου εραστή. Ήταν καιρός που δεν είχα μια ερωτική περιπέτεια με ομοεθνή και στο μυαλό μου έπλαθα μια εξωπραγματική περιπέτεια. Ο μυστικισμός που περιβάλλει έναν άντρα παντρεμένο με γυναίκα που κάνει ανοικτό καμάκι σε κάποιον άγνωστο άντρα είναι πολύ ερεθιστικός.

Συνεχίσαμε να πίνουμε κρασί, μιλώντας και κάνοντας κάποια επαφή με τους υπόλοιπους. Λίγο αργότερα αποχαιρετιστήκαμε επίσημα και πήγαμε ξεχωριστά στα δωμάτια μας, για να βρεθώ στο δικό του λίγα λεπτά αργότερα. Πριν αποχωρίσουμε μου έδωσε διακριτικά την κάρτα κλειδί του δωματίου του, και μπαίνοντας μέσα γδύθηκα και ξάπλωσα στο κρεβάτι περιμένοντας τον.

Το κρασί με είχε ψιλοραγίσει και το ένιωθα έντονα όταν μπήκε στο δωμάτιο κρατώντας ένα μπουκάλι κρασί στο χέρι του με δυο ποτήρια. Έβαλε κρασί στα ποτήρια, χαλάρωσε το παντελόνι του, ψιλοανοιξε το πουκάμισο του, ήπιαμε μια γούλια κι έσκυψε με τα χείλη του στα δικά μου. Εξαιρετικός στο φιλί του και το αξύριστο του πρόσωπο έκανε το φίλημα ακόμα πιο παθητικό. Παράλληλα με την αφοσίωση στην εξερεύνηση των φίλιων έβγαζε τα ρούχα του ένα μ’έναν πρέπει να ομολογήσω πολύ επαγγελματικό τρόπο.

Μέσα απ’την ζαλάδα του κρασιού (κι’ελεγα να σταματήσω να πίνω γιατί αυτό το ρημάδι το κρασί πάντα με έβαζε σε περιπέτειες μπελάδες) κατάφερα να κοιτάξω το γυμνό σώμα απέναντι μου. Δεν ήμουν σίγουρος αν κατάλαβα τι έβλεπα μπροστά μου, πάντως εκείνη η εικόνα μεταξύ πραγματικότητας και παραίσθησης μ’εκανε να μετανιώσω που ανέβαλα το ραντεβού με τον γερμανό. Τι με έπιασε και μένα το πατριωτικό μου και μου κόλλησε να μείνω με τον Έλληνα αγνώστου ποιότητας ενώ ήξερα σίγουρα τι θα έβρισκα στο γερμανικό στοιχειό; Εγώ και οι νοσταλγίες μου για πατρίδα…

Το σώμα ήταν τουλάχιστον μη αθλητικό, πλαδαρό και σε σχήμα αχλαδιού, τριχωτό και αξύριστος στα πιο απόκρυφα μέρη, θέλοντας να ξεχάσω την εικόνα με το μεγάλο vorhaut. Με το κρασί όμως που κυκλοφορούσε στο αίμα μου θα πήγαινα στο κρεβάτι και με τον Danny DeVito. Και παρόλα ταύτα ήταν εξαιρετικό στο φίλημα. Άρα σκάσε και τρώγε.

Η νύκτα προχωρούσε μαζί με τις ερωτικές μας περιπτύξεις. Δεν είμαι συνηθισμένος σε πολύωρες φάσεις γιατί τις βρίσκω ανιαρές, άμα ήθελα να λύσω το κυπριακό δεν θα το έκανα στο κρεβάτι. Ίσως να μην ήξερα τι έχανα από τις ολονύκτιες ερωτικές περιπέτειες με μονό έναν σύντροφο αλλά πίστευα και πιστεύω ότι ο ολονύκτιος έρωτας είναι μύθος. Έχοντας όμως καταναλώσει τόσο κρασί με βοηθούσε να ξεχάσω αυτή την φιλανθρωπική πράξη.

Ανταλλάξαμε πολλές τρυφερότητες, και σε κάποιες στιγμές έπιασα τον εαυτό μου να πιστεύει ότι ενορούσε αυτές τις τρυφερότητες, σαν ήταν ο πρίγκιπας των ονείρων μου, αλλά αν υπήρχε τέτοιο πράγμα θα ήταν τότε ονειρεμένο; Ήταν όμως και η πρώτη φορά μετά από δεν ξέρω πόσο καιρό που κάποιος μου αφιέρωνε τόσο χρόνο και τόση σημασία.

Τελειώνοντας τον για τα δικά μου δεδομένα φιλανθρωπικό μαραθώνιο μείναμε ξαπλωμένοι διπλά προσπαθώντας να κρατήσω στο μυαλό μου κάποιες καλές στιγμές τις βραδιάς. Τα γούστα του προχώρησαν κάπως περά απ’τα δικά μου όρια όποτε άκουσα και το φοβερό και τρομερό ότι δεν ήξερα να κάνω σωστά ερώτα. Νάνε καλά το κρασί που μου αφαίρεσε όλες μου τις οξυθυμίες.

Το άφησα κι’αυτό το σχόλιο να πνίγει στην ζαλάδα μου χωρίς να ήμουν προετοιμασμένος για την φάση του δράματος που μπαίναμε για να ολοκληρώσουμε την ελληνική τραγωδία που ζούσα.

- Τι περιμένεις από μένα; Με ρώτησε

- Α; Τι να περιμένω; Τι εννοείς; Τίποτα δεν περιμένω. Μετά κατάλαβα την μαλακια που έκανα. Ήθελε επιβεβαίωση. Τώρα για ποιον λόγο την αναζητούσε παντρεμένος άνθρωπος άλλο θέμα. Βασικά αν έμενα στην Κύπρο δεν θα με πείραζε να βρισκόμασταν που και που.

Αυτή ήταν η μίση αλήθεια βεβαία. Η πραγματικότητα ήταν ότι μια περιπέτεια κάτω από παρόμοιες συνθήκες και προϋποθέσεις δεν θα με χαλούσε αλλά βεβαία όχι με τον ίδιο. Απλά με ερέθιζε η ιδέα του απαγορευμένου, του σκανδαλώδους.

Μου ζήτησε να κοιμηθούμε μαζί μέχρι το πρωί και να πάρουμε πρόγευμα μαζί. Θεός φυλαξει! Αυτό ήταν για μένα no go! Να κοιμηθώ με κάποιον αγκαλιά σήμαινε ότι το επόμενο πρωί θα ήμουν σε μια συναισθηματική καταιγίδα. Αυτό μου έλειπε στο χάος της ζωής μου, να νιώσω και βαθύτερα συναισθήματα εκεί που όλα τα υπόλοιπα στην ζωή μου πήγαιναν στραβά.

Το επόμενο πρωί μου τηλεφώνησε. Μιλήσαμε αρκετή ώρα στο τηλέφωνο γιατί είχαμε πολλά κοινά σαν άνθρωποι. Ίσως αν ήμουν στην Κύπρο να είχα μια ιστορία μαζί του. Αν εμένα μαζί του το βραδύ θα είχα πρόβλημα να τον αποχαιρετίσω.

Λίγες ώρες μετά έφευγα απ’το Βερολίνο κι’εκεινος απ’την Γερμανία. Πήραμε κι’οι δυο έναν δρόμο χωρίς επιστροφή και χωρίς ξανασυναντήση.


Λεξεις-Κλειδια: , , , , , ,

Δεν υπάρχουν σχόλια: