Αναγνώστες

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

Η κάθοδος του Ορφέα (2)

[Συνέχεια από το ¨Η κάθοδος του Ορφέα (1)¨]

Πήγαμε στο ιατρείο και καθίσαμε στο δωμάτιο αναμονής κάνοντας ακριβώς αυτό…περιμέναμε. Καθόταν διπλά μου, ένα ζωντανό πτώμα, με το βλέμμα του στο πουθενά. Δεν μιλούσε, δεν έκανε τίποτα, ήταν απολιθωμένος. Η δύναμη του του επέτρεπε μονό να κρατεί το χέρι μου σφικτά.


Μετά από λίγα λεπτά μας φώναξαν για να πάμε στο δωμάτιο του γιατρού. Δεν ήξερα τι μας περίμενε, έλπιζα όμως να πέσει μια λύση απ’ τον ουρανό σαν κεραυνός.

Καθίσαμε ακριβώς απέναντι από τον γιατρό του σαν ένα ζευγάρι στο μέσο μια κρίσης σχέσεως και που ήταν εκεί για επίλυση της σύγκρουσης. Κάθισε διπλά μου συνεχίζοντας να μου κρατά το χέρι, αβοήθητος. Ο γιατρός άρχισε να μιλά με μια καθησυχαστική φωνή. Όσο και να μου ήταν αντιπαθητικός, γιατί ήμουν πεπεισμένος για την ανικανότητα του, έπρεπε να ομολογήσω ότι η φωνή του επιδρούσε πολύ καθησυχαστικά. Ήταν το άτομο εμπιστοσύνης του δικού μου για περισσότερο από δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια παρακολούθησης από έναν ψυχίατρο χωρίς κανένα απολύτως αποτέλεσμα. Ήμουν ήδη από καιρό οργισμένος εναντίον του γιατί δεν τον ενδιέφερε καθόλου η στασιμότητα και η χειροτέρευση του συντρόφου μου. Δέκα ολόκληρα χρόνια πήγαινε μια φορά την βδομαδα κοντά του, έπαιρνε την συνταγή για τα φάρμακα του, που ήταν τόσο παλιά από επιστημονικής άποψης όσο και η κιβωτός του Νοε και δέκα χρόνια δεν είδε η ψυχή του σταθερά το φως του ήλιου εκτός από κάποιες σπάνιες αναλαμπές. Και δέκα χρόνια προσπαθούσε να μου δώσει θάρρος ότι πολύ σύντομα θα σταματούσε τα φάρμακα και θα γινόμασταν ένα ¨κανονικο¨ ζευγαρι. Δέκα χρόνια βυθιζόταν η ψυχή του όλο και περισσότερο στο σκοτάδι, ρίζωνε πιο δυνατά στο βασίλειο του Αδη. Δέκα χρόνια…

Σε στιγμές ειλικρίνειας ομολογούσε ότι ήμουν η σωτηρία του, με έβαζε σε έναν ρολό που δεν ήθελα καν. Με εμένα στο πλάι του, έλεγε, βρισκόταν στο δρόμο της θεραπείας, της καλυτέρευσης, και θα ήμουν κι’ εγώ για να ‘μαι ειλικρινής αν με είχα κι’ εγώ διπλά μου.

Όταν τον πρωτοσυναντησα πριν δέκα χρόνια με τύφλωσε η εμφάνιση του κι’ όταν τον γνώρισα κατάλαβα πως θα έπρεπε να ήταν ο πρώτος χομο σαπιενς. Δεν μου ήταν γνώριμες τέτοιες ανθρώπινες εκδόσεις, ερχόμουν συγκριτικά από έναν πολύ υγιή κόσμο. Μου εξιστόρησε κάπως το βιογραφικό του και το μονό που θυμάμαι ήταν η αποσβολωμένη μου έκφραση.. Όμως κάτι μυστικό, κάτι μαγικό, ίσως το άγνωστο, με έλκυσε κοντά του και έμεινα. Ενώ η φωνή μέσα μου ούρλιαζε να φύγω εγώ έμεινα. Ήμουν περίεργος για το σκοτάδι, για το άγνωστο της μυστηριώδους ύπαρξης που με τύφλωσε τότε με την λάμψη του, με το ανοικτό μπλε των ματιών του καθώς ανέβαινα με τα πόδια το δρόμο πηγαίνοντας να επισκεφτώ μια φίλη. Ήμουν μονό τρεις εβδομάδες στην Γερμάνια και η τυχαία τούτη συνάντηση θα με καταδίκαζε σε μια εκούσια δεκαετή σκλαβιά.

Ο γιατρός ρώτησε τις τυπικές ερωτήσεις και εγώ ήμουν αυτός που τις απαντούσε. Ξαφνικά μίλησε ο δικός μου, τραυλίζοντας, ανασφαλής και ζήτησε να τον στείλει σε θεραπεία. Δεν μπορούσε να συνεχίσει έτσι περισσότερο, είχε πει, και ήξερε ότι έπρεπε να ζητήσει βοήθεια. Εκείνη την στιγμή ήθελα να ήξερα αν είχε πάρει άλλα φάρμακα και θα έτρεχα να του τα αγόραζα με το κιλό. Ένιωσα ικανοποιημένος με την αντίδραση του αλλά δεν πίστευα σε θαύματα. Κι’ όμως ο γιατρός του έκανε τα αδύνατα δυνατά για να μπορέσει να μπει στην κλινική το ίδιο απόγευμα συστήνοντας μια θεραπεία διάρκειας τεσσάρων ‘βδομαδων. Πραγματοποίησα λοιπόν το σκοπό μου, τον έφτασα, έφτασα στο τέλος ενός δρόμου που διήρκεσε εκατόν ογδόντα μέρες. Κι’ όμως όταν άκουσα το αποτέλεσμα της προσπάθειας μου ένιωσα σοκ. Ένας κόμπος γέμισε τον λαιμό μου, τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ένιωθα ένοχος, ένοχος ότι τον ανάγκασα έμμεσα να κάνει κάτι που δεν ήθελε. Ένιωθα δυνατούς αισθηματικούς πόνους, τον αγκάλιασα και άρχισε ξαφνικά σπάζοντας το λήθαργο του να μου δίνει θάρρος. Αλλάξαμε ρόλους για μια στιγμή.

Πήγαμε στο σπίτι, βάλαμε τα απαραίτητα σε μια τσάντα και πήγαμε στο νοσοκομείο, στην ψυχιατρική. Περίμενα τέσσερις ολόκληρες ώρες μέχρι να μας δώσει κάποιος σημασία. Τέσσερις ατέλειωτες ώρες και ήμουν σίγουρος ότι την τελευταία στιγμή κάτι θα πήγαινε στραβά. Δεν ήταν δυνατόν ο Θεός να με αγάπησε ξαφνικά. Τέσσερις ώρες ήταν περισσότερο από αρκετές για να αναγνωρίσει κάποιος την ανικανότητα του μεγαλυτέρου νοσοκομείου Ευρώπης. Γεμίζοντας όλα τα απαραίτητα χαρτιά στην είσοδο του νοσοκομείου μας έβαλαν στην λίστα αναμονής μη επειγόντων περιστατικών, που σήμαινε ότι κάποιος θα ερχόταν σε μας μέσα σε τέσσερις με έξη ώρες, λες και δεν είχαμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε, λες και δεν πληρώναμε πάνω από τριακόσια ευρώ το μηνά υποχρεωτική ιατρική ασφάλεια. Μας έστειλαν σε κάποιο διάδρομο, μας έδωσαν δυο καρέκλες και καθίσαμε σαν ηλίθιοι και περιμέναμε. Από μπροστά μου περνούσαν κομμένα πόδια, τυλιγμένα χεριά, μεθυσμένα κεφάλια, βγαλμένα μάτια, τι ήταν το μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Λονδίνου σε σύγκριση με αυτό που ζούσα;

Στην μια ώρα ήρθε μια άσχετη ξανθιά και ρώτησε να πληροφορηθεί για την περίπτωση μας. Η ίδια της η έκφραση κραύγαζε για ψυχοθεραπεία, ακτινοβολούσε μια απέραντη ανικανότητα και αυτή ήταν μια γιατρός που θα έκφερε γνώμη για την περίπτωση του δικού μου; Ήδη άρχισα να βγάζω καπνούς απ’ όλες τις τρύπες του κεφαλιού μου που έγιναν πιο πηχτοί όταν μας ανακοίνωσε ότι η είσοδος του στην θεραπεία θα εξαρτιόταν από την εικόνα που θα δημιουργούσε μιλώντας μαζί του. Ήμουν στα πρόθυρα του φόνου. Ο δικός μου, μου κρατούσε το χέρι προσπαθώντας να με καθησυχάσει. Πως μπορούσε κάποιος μέσα σε δέκα λεπτά να αντιλήφθη την σοβαρότητα ενός αρρώστου που έξη μήνες ήταν ένας ζωντανός νεκρός; Και πως μπορούσε μια γιατρός που ήταν ακόμα στην εξάσκηση της να παραγνωρίζει ολόκληρο το φάκελο του θεράποντος γιατρού που απαιτούσε μια θεραπεία τουλάχιστον τεσσάρων εβδομάδων;

Είχα φτάσει στους εκατόν ογδόντα και ο δικός μου προσπαθούσε να με ηρεμήσει. Αν έπαιρνα κι’ εγώ όλα αυτά που είχε καταπιεί τους τελευταίους μήνες θα ήμουν κι’ εγώ ήρεμος εν τω μεσω της νεροποντής. Μακάριοι οι πτωχοί τω πνευματι μέσω βαρβιτουρικών. Ευτυχισμένοι.

Τρεις περισσότερες ώρες πέρασαν και συνεχίσαμε να καθόμαστε σε ένα χάος που περνούσε συνεχεία από μπροστά μας χωρίς κανένας να αναρωτιέται τι κάνουμε εκεί, αν ζούμε η αν πεθαίνουμε. Μας έβλεπαν και συνέχιζαν όλοι το δρόμο τους ακάθεκτοι προς την αναισθησία. Μέχρι που ήρθε ένας νεαρός γιατρός, υπεύθυνος για μας. Μας πέρασε σ’ ένα δωμάτιο και αρχίσαμε να μιλάμε. Την ικανότητα την έχει κάποιος η δεν την έχει, είναι γενετική ιδιότητα. Δεν υπάρχει γκρίζα ζώνη. Κιαυτός την είχε. Ο νεαρός γιατρός είχε ξεπεράσει την εποχή του. Μέσα σε είκοσι λεπτά συζήτησης αντιλήφθητε όλη την εικόνα της κατάστασης. Έκανε τα πάντα να βρει μια θέση για εσώκλειστη θεραπεία και συμφώνησε απόλυτα με την γνώμη μου για αλλαγή των φαρμάκων του από Προζακ σε Εφεξορ. Ένιωσα επιβεβαιωμένος όπως και η γνώμη μου για την ανικανότητα του γιατρού του δικού μου. Μαζί με τον νεαρό γιατρό τον πήγαμε πάνω στο θάλαμο όπου θα έμενε τις επόμενες τέσσερις ‘βδομαδες. Αγκαλιαστήκαμε, αποχαιρετιστήκαμε και πήγα στο αυτοκίνητο για να πάρω τον δρόμο της ελευθερίας.

Ένιωθα ένα αίσθημα απελευθέρωσης και ενοχής μαζί. Έφτασα στο σπίτι και γεμάτος νευρικότητα άρχισα να καθαρίζω ότι έβρισκα μπροστά μου. Βρισκόμουν σε μια μανιώδη κατάσταση, έπρεπε να απελευθερώσω την ενεργεία μου.

Είχε ήδη βραδιάσει και περνούσα την ώρα σαν ένα πτώμα μπροστά από τον υπολογιστή κάνοντας ανούσιες συζητήσεις με τους ηλίθιους του Gayromeo. Οι σκέψεις μου ήταν συγχυσμένες: Ήταν αυτό το συναίσθημα της πολυπόθητης ελευθερίας, της ανόδου μου από τον Αδη κάποιου άλλου, όπου με εξανάγκαζα να ήμουν; (συνεχίζεται...)


Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

3 σχόλια:

Ναυτίλος είπε...

Κάθε τέλος σημαίνει ότι επίκειται μια νέα αρχή.

Στην ζωή ερχόμαστε όχι για να ζήσουμε για τους άλλους, αλλά για να ζήσουμε –εμείς– μαζί με τους άλλους! Έκανες το καθήκον σου απέναντι στον συνάνθρωπό σου με το παραπάνω. Είδες τις δυνατότητες σου· δεν ήταν αρκετές. Τον βοήθησες όμως να πάρει το σωστό μονοπάτι: Να δει κατάματα ότι έχει πρόβλημα, να το παραδεχτεί και να αποφασίσει να κάνει κάτι. Αυτό είναι η αρχή, κι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, όπως έλεγαν κι οι αρχαίοι Έλληνες.

Greekstories είπε...

Ααααχ Ναυτιλε μου, περιμενε δεν τελειωσε ακομη. Πισω εχει η αχλαδα την ουρα. Απλα καθυστερω να τελειωσω την ιστορια γιατι οσο και να ειναι καποιοι μηνες που την εζησα μου στοιχιζει μεγαλη δυναμη να την γραψω καθως την ξαναζω πολυ ζωντανα...

Nικόλας! είπε...

Είναι συγκλονιστικά τα όσα γράφεις...περιμένω να διαβάσω την συνέχεια...σε φιλώ, Νικόλας