Αναγνώστες

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2007

48 ώρες μάχης με την άβυσσο μια ψυχής (2)

Συνέχεια απο το 48 ώρες μάχης με την άβυσσο μια ψυχής (1)

Το δράμα έκλεισε σαράντα-οκτώ ώρες ζωής. Ήμουν ήδη στη δουλειά και τα τηλεφωνήματα από τους γνωστούς του με είχαν φέρει σε κατάσταση πανικού. Προσπαθούσα να κλέψω λίγα λεπτά για να πάρω τηλέφωνο τα νοσοκομεία σβάρνα και τον γιατρό του για ανακαλύψω που βρισκόταν. Τόσο άσχημα δεν ήταν ποτέ. Ήταν δύσκολος άνθρωπος και το ήξερα αλλά τόσο ψυχικό ράκος από τότε που έπαθε την διάτρηση στομάχου δεν υπήρξε ποτέ. Οι προσπάθειες μου ήταν ματαίες. Κανένα νοσοκομείο δεν είχε είσοδο ασθενή με το όνομα του. Άρχισα για πρώτη φορά μετά από σαράντα-οκτώ ώρες να ανησυχώ αλλά ήμουν παράλληλα σίγουρος ότι δεν είχε φτάσει στο σημείο ακόμα να κάνει κακό στον εαυτό του. Τον ήξερα καλά. Όλες οι προσπάθειες εικονικών αυτοκτονιών ήταν μόνο και μόνο μια έμμεση κραυγή για βοήθεια, για βοήθεια που αρνιόταν να αποδεκτή. Το έργο επαναλαμβανόταν για πολλοστή φορά.


Μετά από το πρώτο τηλεφώνημα σήμερα το πρωί ήμουν ήδη στους εκατόν-ογδόντα από την ανεγκεφαλοσύνη και την απανθρωπιά των γνωστών του. Είχαν δει πόσο μεθυσμένος ήταν και άκουσαν πολλές φορές τις απειλές του να σκοτωθεί, είδαν ότι πληγώθηκε μόνος του με ένα μαχαίρι στην κοιλιά (αυτό μου θυμίζει Μερκούρη από σκηνή στο ¨Στέλλα¨) και πως έσβηνε τα τσιγάρα στα χέρια του. Δεν βάζεις έναν άνθρωπο σε τέτοια κατάσταση μόνο του σ’ένα ταξί και τον στέλνεις στο αγύριστο σε μια διεύθυνση που σου είπε κάτω από την επήρεια αλκοόλ. Πόσο βλάκας και απάνθρωπος πρέπει να είσαι για κάνεις ένα τέτοιο έγκλημα; Ήθελα να σπάσω στο ξύλο όλους τους ανεγκέφαλους της σημερινής μέρας που τον άφησαν έρμαιο στο έλεος του. Ήθελα να βγω έξω στους δρόμους και να αρχίσω να ουρλιάζω απ’ τα νεύρα που είχα. Δεν ήξερα σε ποιον να πρώτο-ουρλιάξω. Πως μπορούν οι άνθρωποι να είναι τόσο ανεύθυνοι; Αναρωτιόμουν πως έγινε και ξέφυγε η κατάσταση τόσο πολύ απ’ τον έλεγχο; Γιατί δεν υπάρχουν απαντήσεις ή διέξοδοι για άτομα σαν κι’ εμένα που ζουν με ψυχικά άρρωστους και γίνονται θύματα έμμεσης βίας και κακοποίησης; Ερωτήσεις, αμέτρητες ερωτήσεις χωρίς καμία απάντηση.

Τελειώνοντας την δουλειά πήγα κατ’ ευθείαν στο σπίτι. Έβγαλα τον σκύλο έξω, τον τάισα, συγύρισα τα συντρίμμια της προηγούμενης νύκτας όταν κτύπησε το τηλέφωνο με την Τίνα στην άλλη γραμμή να κτυπιέται γατί της χάλασε το δείπνο. Κωλογερμανοι, ναζί.

Σε δέκα λεπτά ήμουν εκεί. Ο Μάρκος προσπάθησε να με καθησυχάσει. Με αγκάλιασε εγκάρδια (ναι, συμβαίνουν κι’ αυτά στην Γερμανία) και η Τίνα ήρθε απ’ την κουζίνα δήθεν ανήσυχη. Είχε ήδη ηρεμήσει και ο Μάρκος με έστειλε στην κουζίνα όπου βρισκόταν η Τίνα και η φίλη της παρέα με εφτα μπουκάλια κρασί. Ο δικός μου ήξερε μόνο κόσμο που ήταν πρωταθλητής στην κατανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών. Πως είμαι ακόμα παρθένος και στους δυο τομείς είναι μεγάλο θαύμα. Ζήτησα χίλια συγγνώμη γι’ αυτή την ελληνική τραγωδία αν και δεν είχα καμία επιρροή στον άλλο. Μου ήταν κιόλας αδιάφορο αν σκέπτονταν ότι ήταν δική μου ευθύνη το όλο δράμα. Ο δικός μου καθόταν στο σαλόνι με αναφιλητά μαζί με το Μάρκο, μεθοκοπημενος αλλά ήρεμος. Τα μακριά ξανθιά του μαλλιά ήταν όπως πάντα σε τέλεια φόρμα (το δράμα δράμα αλλά και το ιμειτζ ιμειτζ), η εμφάνιση του παρά το ποτό και την λαίλαπα δυο ημερών περιποιημένη και καλοντυμένος. Θέλω να αυτοκτονήσω μεν αλλά τουλάχιστον με στυλ. Αθάνατες οι αδελφές!

Τα γαλάζια του μάτια, σημάδι της άρειας καταγωγής του ήταν πνιγμένα στους καταρράκτες των δακρύων του, το πρόσωπο του χαραγμένο απ’ τον πόνο της ψυχής του. Μιαν οδύνη απ’ τα αβυσσαλέα βάθη της σκοτεινής του, ανεξερεύνητης ψυχής, από έναν ψυχικό σκοτεινό λαβύρινθο, από έναν βυθό χωρίς πάτο, χωρίς αρχή και τέλος.

Τα τραύματα του ήταν εμφανή αλλά όχι επικίνδυνα, ήταν η μουγκή του κραυγή για συμπαράσταση. Πήγα στο καθιστικό και άπλωσα το χέρι μου στους ώμους του. Με έσπρωξε αδύναμα μακριά του, δεν περίμενα και άλλη αντίδραση. Δεν ήταν η πρώτη φορά που με έδιωχνε, πάντα αδύναμα, από κοντά του (α λα Βουγιουκλάκη στο Κατάσκοπος Νελλη να φωνάζει στον Γεωργιτση ¨κι’ εγώ σ’ αγαπώ¨ την ώρα που τον κάνει λευκαριτικο με το αυτόματο στο χέρι).

Ο Μάρκος συνέχισε να μιλά μαζί του, για τις εμπειρίες του με την κατάθλιψη, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ, με τα αντικαταθλιπτικά, παλιές ιστορίες από ένα απόμακρο παρελθόν, βαθειά θαμμένες στο ασυνείδητο που έβγαιναν στην επιφάνεια σαν εργαλείο βοηθείας. Ο σύντροφος μου όμως είχε πάθει ανοσία σε τέτοιο είδος βοήθειας. Αυτό το ήξερα πολύ καλά, το ίδιο και ο Μάρκος. Οι μοναδικοί που δεν ήθελαν να ξέρουν τίποτε ήταν οι ίδιοι οι γιατροί και τα νοσοκομεία.

Αυτή ήταν η Γερμανία η μεταπολεμική… ναζιστική με την μορφή σύγχρονης γραφειοκρατίας και όπως και τότε έτσι και τώρα, χώρα χωρίς σεβασμό για τον άνθρωπο χωρίς μοίρα…

Πήγα πίσω στην κουζίνα παρέα με τα κορίτσια. Το μοναδικό κορίτσι δηλαδή ήταν η Τίνα, η φίλη και συνάδελφος της ήταν ήδη σαράντα τριών, ζούσε σ’ ένα χωριό αιμομιξίας, μόνη και ανοργασμική, για την οποία το αποψινό θέαμα θύμιζε φιλμ α λα Χόλυγουντ, ένα ταξίδι εμπειριών στην Νέα Υόρκη, τέλεια οργανωμένο και ολλ ινκλουσιβ.

Το καταλάβαινα βέβαια. Ποιος ¨νορμάλ¨ άνθρωπος δεν θα το αντιμετώπιζε έτσι; Μια καινούργια συνάδελφος σε καλεί για δείπνο σαν δείγμα εκτίμησης της συναδελφικότητας και καθώς τρως αρχίζουν εκκωφαντικά κτυπήματα στην πόρτα και ουρλιαχτά αναφιλητά με απειλές αυτοκτονίας να καλύπτουν την μουσική από το στερεοφωνικό. Η αποκορύφωση είναι ότι ο πρωταγωνιστής είναι γκέι, που υποφέρει από μανιώδη κατάθλιψη, αλκοολικός και ο φίλος του τον έχει πετάξει έξω, ήρθε όμως να τον περιμαζέψει. Η ελληνική τραγωδία σε σύγχρονη εκτέλεση. Δυο όμορφοι γκέι άντρες να παίζουν σε δράμα ώριμο για Όσκαρ. Τι Μπροουκμπακ Μαουντεν και παπαριές;

Και για να κλείσει το καρέ, η οικοδέσποινα μετά το τέλος της παράστασης πάει στο καθιστικό και ανάβει ένα τσιγάρο μαριχουάνας για να κλείσει η βραδιά ήρεμα κι’ ωραία.

Για έναν άνθρωπο από το γαμώ το πουθενά αυτό είναι εμπειρία ζωής. Δυο ώρες μετά, αφού παρακολούθησε όλες τις πράξεις η ξένη γυναίκα, αφού κατάλαβε ότι δεν είχα σχέση ουσιαστική μ’ αυτά τα άγρια, μάζεψε τα πράγματα της και με παρακάλεσε να την πάω στο αυτοκίνητο της. Μένουμε σε μια φοιτητουπολη και αυτή φοβόταν την ανύπαρκτη εγκληματικότητα σε στυλ βαλε θεέ μου το χεράκι σου να πέσω θύμα βιασμού. Τα προβλήματα της ναχα…Εμείς οι μεσογειακοί θα αντιδρούσαμε εντελώς διαφορετικά ή τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.

Με το πέρασμα της ώρας άρχισε ο φίλος μου να συνέρχεται, το δράμα όμως όχι. Έλεγε συνέχεια με αναφιλητά ότι δεν τον αγαπώ και ότι με χάνει. Αυτό το τροπάριο συνέχισε για ώρα. Μέχρι που ντράπηκα και αναγκάστηκα να υποκύψω με την προϋπόθεση ότι θα σταματήσει το αλκοόλ απόψε και αύριο θα μιλούσαμε εφ’ όλης της ύλης. Ξαφνικά το δράμα τελείωσε. Σαν θαύμα! Μέσα σε δευτερόλεπτα η μαγική υποχώρηση έκανε τον κόσμο να φαίνεται με διαφορετικό χρώμα, ανατολή ηλίου. Και ο φίλος μου ξαναβρήκε τον εαυτό του. Φυσικά συνέχισε να πίνει όσο είμαστε εκεί και άρχισε να κάνει τα χυδαία του αστεία ντουέτο με την παιδική του φίλη, άρχισε ξανά να αναπνέει και να ξαναζεί.

Ήταν παράξενο. Καθ’ όλη την διάρκεια της τραγωδίας ήμουν εντελώς ήρεμος χωρίς καμία έξαψη η σύγχυση. Την υποχώρηση δεν την έκανα με την καρδιά μου, έπρεπε να υποχωρήσω για να δώσω ένα τέλος. Συνάμα έβλεπα όμως το όνειρο μου για ελευθερία απ’ αυτή την συνύπαρξη να χάνεται σαν στάχτη πριν ακόμα λάμψει η φλόγα του. Η ελπίδα μου για απελευθέρωση, για την δική μου μοναξιά παρά για μοναξιά σε ντουέτο εξατμίστηκε. Ήμουν ξανά αναγκασμένος να αναπροσανατολιστώ και να θέσω καινούργιους χρονικούς ορίζοντες στο μακρινό αβέβαιο μέλλον. Έμεινα όπως φαινόταν συνέχεια φυλακισμένος, σε μια κατάσταση που με σκοτώνει αργά. Δεν υπήρχε πια αρκετός αέρας να αναπνεύσω. Όταν συνειδητοποίησα όλα αυτά ένιωσα ξανά την ανάγκη να ουρλιάξω. Ανώφελο όμως. Για ανθρώπους σαν εμένα δεν υπάρχει σωτηρία.

Η νύχτα είχε προχωρήσει αρκετά. Ξαφνικά κτύπησε το κινητό μου. Είδα ότι ήταν ο πατέρας του. Μου επέστρεφε το τηλεφώνημα του μεσημεριού. Δεν τον γνώριζα καθόλου. Στα δέκα χρόνια συνύπαρξης με τον γιο του τον συνάντησα μόνο μια φορά πριν έξη μήνες στο νοσοκομείο καθώς ο γιος ήταν στην εντατική με την διάτρηση στομάχου. Μητέρα δεν υπήρχε, τους εγκατέλειψε όταν ήταν ακόμα πέντε και ζούσε ευτυχισμένη κάπου στην Βαυαρία. Ίσως να ήταν η πιο έξυπνη απ’ όλους.

Δέκα χρόνια σχέσης και δεν πήρα ποτέ μια πρόσκληση για ένα ποτήρι νερό. Δέκα χρόνια είχα τον ρολό του πατέρα, της μάνας, του αδελφού, του γκόμενου, του φίλου, του συμπαραστάτη, μεγάλωσα ένα εγκαταλελειμμένο παιδί σε έναν σχετικά πολιτισμένο άνθρωπο, κάτι που η εξ αίματος οικογένεια απέτυχε να κάνει και το μόνο που πήρα ήταν παραγνώριση (πολύ κιτς αυτή η παράγραφος μου φαίνεται).

Μου ήταν αδιάφορο αλλά ήταν παράλληλα και πολιτιστικό σοκ. Όλα τα Χριστούγεννα και τα Πάσχα τα περνούσα μόνος γιατί η οικογένεια (πατέρας και μητριά) δεν ήθελαν να έχουν σχέση με τον ξένο. Και ο δικός μου δεν ήταν καλύτερος. Για να μην χάσει τα εκατό ευρώ δώρο που έπαιρνε κάθε φορά δεν τους έγραφε τις συγκεκριμένες μέρες στ’ αρχιδια του όπως τον υπόλοιπο καιρό. Και όπως η οικογένεια του αυτόν έτσι κι’ αυτός δεν υποστήριξε ποτέ εμένα. Απλώς υπήρχε μαζί μου για καλύψει τις ανασφάλειες του, ήμουν το λιμάνι του. Ίσως να ήταν και αγάπη από το μέρος του που εξελίχτηκε με τον χρόνο όπως η δική μου εξαφανιζόταν με το χρόνο μέχρι και που έσβησε. Εμένα απλά εκεί μαζί του, από οίκτο, από συμπόνια, από αξιολύπητη απέναντι στον εαυτό μου, από συναισθηματική αδυναμία, οι λόγοι ήταν μη συγκεκριμενοποιημένοι. Ήταν μια συνεργία πολλών λόγων μαζί, δεν είχα το θάρρος να τους αντιμετωπίσω πρόσωπο με πρόσωπο, απλά αυτό μου ήταν συνειδητό: ότι ήταν πολλοί ασήμαντοι λόγοι και ο μόνος σημαντικός ήταν η δείλια που ανέπτυξα μετά τις αποτυχίες στην ζωή μου.

Εξήγησα στον πατέρα του την κατάσταση του. Δεν ήταν η πρώτη φορά σε όλους αυτούς τους μήνες της ανεξήγητης ψυχικής του πτώσης που τον έπαιρνα τηλέφωνο, όπως και τον ψυχίατρο του. Αν ήταν σκύλος θα είχε καλύτερη μεταχείριση. Ήταν προδιατεθειμένος αυτό μου ήταν γνωστό (όχι στο σκύλος αλλά στην ψυχασθένεια). Μεγάλωσε χωρίς μάνα, μ’ έναν πατέρα χωρίς αγάπη, τον έδωσε για λίγα χρόνια σε υιοθεσία, τον ξαναπήρε κοντά του, δεν του έδωσε ποτέ τρυφερότητα. Στα δεκαοκτώ του πηρέ την όποια του ζωή στα χεριά του, έμαθε το επάγγελμα του, στο όποιο είναι κορυφή και παράλληλα έπεσε με τα μούτρα σε μια χωρίς προηγούμενο κατανάλωση όλων των ειδών ναρκωτικών μέχρι που τον βρήκαν ένα βράδυ στην μπανιέρα αναίσθητο μετά από ένα κοκτέιλ από έκσταση, Ελ ες ντι και βαλιουμ, με τον στεγνωτήρα των μαλλιών μέσα στο νερό. Από θαύμα γλύτωσε το one way ticket to the moon και πήρε ουαν γουει τικετ στο ψυχιατρείο όπου έμεινε ένα χρόνο. Δυο χρόνια μετά την έξοδο του τον γνώρισα τυχαία στο δρόμο (εδώ μπαίνει η Βουγιουκλάκη πάλι τραγουδώντας ¨Λάθος το δρόμο σου πηηηηρεεςς).

Κανένας δεν αντιδρούσε, ο καθένας υπεύθυνος τον έγραφε η μάλλον με έγραφαν στ’ αρχιδια τους. Ήμουν έτοιμος να εκραγώ. Μόνος στην Γερμανία, χωρίς οικογένεια, με ένα παρών και μέλλον περά απ’ τα σκότα και είχα και την ευθύνη για έναν άρρωστο που δεν μπορούσα καν να βοηθήσω και ζούσα σ’ ένα κοινωνικό σύστημα το όποιο ακριβοπληρώνουμε και είναι ανίκανο να λάβει πρωτοβουλία. Πρωτοβουλία; Βοήθεια στη Γερμανία; Λέξεις άγνωστες εφ’ όσον δεν υπάρχει συγκεκριμένο νομοσχέδιο. Μέχρι και στην τουαλέτα να θες να πας χρειάζεσαι αίτηση. Αθάνατη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμα η Κύπρος δεν κατάλαβε σε τι σκατα μπήκε. Το γερμανικό κοινωνικό κράτος υπάρχει μόνο στα χαρτιά και όσο παίρνει χρήματα απ τους υπηκόους του. Είναι σαν τις ασφαλιστικές εταιρείες: όταν έρθει η στιγμή που πρέπει να πληρώσουν τότε βρίσκουν ως δια μαγείας ένα παράθυρο στον νόμο και δεν αναλαμβάνουν ευθύνη. Οι μοναδικοί που έχουν ωφελήματα είναι οι εκ των εσω.

Τελειώνοντας την περιγραφή της κατάστασης του, του είπα:

- Δεν μπορώ να τον φροντίσω άλλο. Δεν έχω την ικανότητα. Χρειάζεται την οικογένεια του, κάποιον που δεν εργάζεται για να τον φροντίζει. Αρνιέται να μπει στο ψυχιατρείο για θεραπεία και παράλληλα αυτοκαταστρέφεται. Δεν έχω άλλο την δύναμη να αντιμετωπίσω την κατάσταση και δεν θέλω κιόλας να τον πετάξω στον δρόμο. Η μοναδική λύση είναι να μείνει κοντά σας για λίγο. Ίσως να έχετε καλύτερη επίδραση πάνω του απ’ ότι έχω εγώ και να αντιλήφθη ότι μια θεραπεία είναι η καλύτερη λύση. Εγώ δεν έχω χρόνο για ολοκληρωτική απασχόληση. Η δαυλιά μου είναι πολύ απαιτητική και δεν μπορώ να ριψοκινδυνεύω να την χάσω. Είμαι δώδεκα ώρες στην δαυλιά κάθε μέρα όταν έρθω στο σπίτι συνεχίζω ακάθεκτος μέχρι να τον φροντίσω και να παραμερίζω το χάος που δημιουργεί. Μέχρι να τελειώσω είναι ήδη μεσάνυκτα. Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται εδώ και έξη μήνες τώρα. Στο κάτω κάτω δεν είμαι και συγγενής του. Κι’ αν είναι να φροντίζω κάποιον τότε την μάνα μου που είναι και μάνάαμου κι’ όχι τον γιο σας που μέσα στην ομίχλη του μυαλού του γίνεται βίαιος. Δεν μπορώ να συνεχίσω να ζω με την αγωνία ότι θα μπω μια μέρα στο σπίτι και θα τον βρω σε μια λίμνη αίματος.

Απόλυτη σιγή στην άλλη γραμμή. Μέχρι που ακούστηκε η φωνή του.

- Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Είναι τριάντα οκτώ χρονών και πρέπει επιτέλους να αναλάβει την ζωή του. Ας πάει στο γραφείο κοινωνικής ευημερίας και να πάρει βοήθεια. Εγώ πάντως δεν τον παίρνω κοντά μου και να με αφήσει στη ησυχία μου. Δεν θέλω καμία σχέση με αυτή την κατάσταση.

Τι σχέση έχει το γραφείο ευημερίας με έναν ψυχικά άρρωστο; Το αίμα μου έβραζε. Ήταν αλήθεια αυτό που μόλις έζησα στο τηλέφωνο η πήρα ναρκωτικά και δεν το κατάλαβα; Ένας πατέρας να μου λέει λέξη προς λέξη ότι ο γιος του είναι αδιάφορος. Σε ποια ζούγκλα ζω; Σε ποια χρονολογία; Δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια αυτό που ζούσα, αποκλείεται.

Έμεινα αποσβολωμένος. Δεν είχα άλλη δύναμη. Πήγα στο καθιστικό και δεν άφησα κανέναν να καταλάβει τίποτε από αυτή την καινούργια εμπειρία. Αργότερα το είπα στον Μάρκο, που δεν εκπλάγηκε καθόλου. Άφησα το θέμα να ξεχαστεί, πήρα τον φίλο μου αγκαλιά και τον έφερα στο σπίτι. Ήταν το μοναδικό σπίτι που είχε στην ζωή του. Η δική μου φυλακή. Δεν μπορούσα όμως να τον πετάξω, σκατογερμανία η όχι, είναι ένας άνθρωπος με τον όποιο πέρασα τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής μου μαζί του, άσχετο το γιατί. Αν η κοινωνία η δική του και το σύστημα της ήταν ανίκανα να συμπαρασταθούν και να στηρίξουν τέτοιους ανθρώπους εγώ δεν είμαι. Δεν παίζω την μετεμψύχωση της Μητέρας Τερέζας, αλλά ποια άλλη λύση είχα;

Πως θα μπορούσα να ζήσω γνωρίζοντας ότι είμαι υπεύθυνος για τον ψυχικό και ίσως και τον σωματικό θάνατο κάποιου ανθρώπου; Ακόμα κι’ αν αυτό σημαίνει τον δικό συναισθηματικό θάνατο, δεν μπορώ να επιτρέψω να πεθάνει με τον οποιονδήποτε τρόπο. Ακόμα κι αν πεθαίνω εγώ δεν μπορώ να το επιτρέψω.

Τον έφερα στο σπίτι, τον έγδυσα και τον έβαλα στο κρεβάτι. Σαράντα-οκτώ ώρες μετά έπεσε σε έναν βαρύ ύπνο και έμεινα μόνος με την μοναξιά και την εξάντληση μου.

Έκλεισα την πόρτα του σπιτιού σιγά και πήγα για έναν μεγάλο περίπατο στο πάρκο. Δεν έψαχνα για ανώνυμο σεξ πίσω από κάποιον θάμνο, ήθελα απλά να απομακρυνθώ απ’ το πεδίο της μάχης, μόνος μου κάτω από τον ολοαστρο ουρανό, να αναπνεύσω καθαρό αέρα και να μαζέψω δυνάμεις για το αύριο, το κάθε αύριο που θα ακολουθούσε, που είναι το ίδιο με το κάθε άλλο αύριο, άχρωμο, ανιαρό και μονότονο. Όπως και η ζωή μου. (συνεχιζεται...)


Λεξεις-Κλειδια: , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , , ,

7 σχόλια:

Lexi_penitas είπε...

Φίλε μου τα κείμενα σου τα ρουφώ μονορούφι. Όχι μόνο γράφεις υπέροχα αλλά φαίνεται ότι οι συγκλονιστικές εμπειρίες σου γίνονται πηγές έμπνευσης.

Πέραν από το καθαρά προσωπικό στόρι για το οποίο πραγματικά δεν μπορώ να παρά θαυμάσω τη βαθιά ανθρωπιά που σε διακρίνει, με προβλημάτισε ο βαθμός της αναλγησίας του Γερμανικού κράτους. Θα παραπέμψω κάποιους δικούς μας ευρωλιγούρηδες να διαβάσουν τι γίνεται εκεί.

Χαίρομαι που έστω και σε μικρό βαθμό το μπλογκ μου σου έδωσε το έναυσμα να ενταχθείς στη κυπριακή μπλογκόσφαιρα. Την έκανες πιο πλούσια.

Νάσαι καλά και να προσέχεις.

Greekstories είπε...

Αγαπητε μου Λεξη,
τα λογια σου με εκαναν φοινιτζια. Ειναι αληθεια οτι οι δικοι μας κατω δεν καταλαβαν με τιποτα που μπηκαν με ψευτικες ελπιδες. Θα γραψω αργοτερα για τα συστηματα της ΕΕ.

Αν δεν ησουν εσυ και ο φοβερα ωριμος τροπος που γραφεις, απαντας και τα θεματα που θιγεις δεν θα εβρισκα ποτε το θαρρος να γραψω στα ελληνικα.
Γι' αυτο και μονο σου ειμαι ειλικρινα ευγνωμων. Νασαι καλα!

Aceras Anthropophorum είπε...

Εθκιάβασα την ιστορίαν σου τζαι ενώ έβλεπα τες γραμμές περνούν, ένωθα το μαύρον φόντον των γραμμάτων που εδακτυλογράφησες να πλακώννει την ψυσιήν μου τζαι να την κάμνει να πονεί, σίουρα όι όσον η δική σου.

Επέρασεν μιά απορία που τον νού μου. Θα μπορούσα να την κρατήσω για τον εαυτόν μου. Δεν είναι που κατζίαν που θα σου την πώ. Είναι που συμπάθειαν. Ποιός έσιει ανάγκην τον άλλον σε αυτήν την ιστορίαν, ο φίλος σου ή εσύ;

Greekstories είπε...

Aceras σ'ευχαριστω για το σχολιο σου. Και το πιστευω οτι δεν ειναι απο κακια που ρωτας. Δεν ξερω την απαντηση στο ερωτημα σου. Εγω, ο αλλος και οι δυο τους δυο μας, ειναι πες η συνηθεια, ο πολυς χρονος που περασαμε μαζι, δειλια, αγαπη συνηθεια, φοβος για ενα καινουργιο αγνωστο, τι να σου πω, ολα μαζι κι' αλλα που δεν ξερω, δεν εχω ιδεα. Και δεν ειμαι σιγουρος αν τον τιθεται ερωτημα αναγκης. Πες οτι δεν το εχω αναγκη, που ετσι κιολας θελω να πιστευω, τι να κανω τωρα που ειναι αρρωστος; Να τον πεταξω; Δεν μπορω, οχι τωρα που ειναι αργα, Επρεπε να το κανω πριν χρονια αλλα τωρα που δεν μπορει να σκεφτει, τωρα που δεν εχει αλλον εκτος απο μενα, εστω κι' αν ομολογω οτι ειμαι δυστυχισμενος, θαμουν πολυ πιο δυστυχισμενος αν τον πεταγα μονο του ξεροντας οτι κανεις δεν θα τον κοιταξει. Δικοπο μαχαιρι αυτα τα σκατα...

Ανώνυμος είπε...

Κρατάω αυτό

Πως θα μπορούσα να ζήσω γνωρίζοντας ότι είμαι υπεύθυνος για τον ψυχικό και ίσως και τον σωματικό θάνατο κάποιου ανθρώπου; Ακόμα κι’ αν αυτό σημαίνει τον δικό συναισθηματικό θάνατο, δεν μπορώ να επιτρέψω να πεθάνει με τον οποιονδήποτε τρόπο. Ακόμα κι αν πεθαίνω εγώ δεν μπορώ να το επιτρέψω.

Σε παρακαλώ προσπάθησε να αποστασιοποιηθείς για 1-2 λεπτά και διάβασε προσεκτικά αυτή τη παράγραφο. Επειδή δεν έχω χρόνο τώρα, επιστρέφω το απόγευμα με αναλυτικό σχόλιο γιατί με έχεις προβληματίσει πολύ.

Ανώνυμος είπε...

Κάτι έπαθε το ίντερνετ μου και εδώ και μέρες δεν μπορώ να σου πω αυτό:

Κατ'αρχήν ο φίλος σου είναι κλασσικός πολυχρήστης. Επομένως ένας από τους πιο δύσκολους ανθρώπους να ζεις μαζί του. Οι πολυχρήστες είναι χειρότεροι και από τους αλκοολικούς. Συνήθως οι δικοί τους τους εγκαταλείπουν, όχι από έλλειψη ανθρωπιάς, αλλά από ανθρωπιά προς τον εαυτό τους. Αυτό που λες κι εσύ, πως θα σε πάρει κι εσένα μαζί του. Συν τοις άλλοις είναι και μανιοκαταθλιπτικός (προφανώς διεγνωσμένος), κάτι που δυσχεραίνει την κατάστασή του ακόμα περισσότερο.

Ένας πολυχρήστης είναι πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο να ξεπεράσει τους εθισμούς του. Στατιστικά τα στοιχεία είναι από χλωμά εώς κίτρινα, ιδιαίτερα όταν δεν υπάρχει κοινωνική και οικογενειακή στήριξη. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν μπορεί να τους ξεπεράσει μέσα στο σπίτι. Μόνο σε ένα ψυχιατρικό χώρο όπου θα του παρέχεται η φροντίδα και η θεραπεία που χρειάζεται.

Οπότε σκέψου το μακροπρόθεσμα το πράμα. Τώρα μπορεί να λες πως δεν δίνεις στον εαυτό σου άλλη επιλογή από το να τον φροντίζεις μια ζωή. Όμως εσύ βλέπεις τη ζωή σου σε δέκα χρόνια να είναι η ίδια και χειρότερη; Θυσιάζεις τις φιλοδοξίες σου στο βωμό του άρρωστου αυτού ανθρώπου στον οποίο δεν μπορείς εσύ από μόνος σου να προσφέρεις καμία ουσιαστική βοήθεια; Αν όντως θες να τον βοηθήσεις δεν θα τον αφήσεις να καταστρέφεται καθημερινά μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, ούτε θα ρισκάρεις να επιστρέψεις από τη δουλειά μια μέρα και να τον βρεις νεκρό από υπερδοσολογία.

Έχοντας πει όλα αυτά, μου είναι αδιανόητο ότι σε περίπτωση που αυτό το άτομο αυτοκτονήσει εσύ θα ρίξεις την υποθετική ευθύνη στον εαυτό σου. Επομένως αυτό που προτείνω δεν είναι να τον πετάξεις στο δρόμο (προς θεού), αλλά είτε σε συνεννόηση μαζί του κάποια στιγμή που θα είναι νηφάλιος, είτε σε κάποια άλλη στιγμή κρίσης (που δυστυχώς δεν θα αργήσει να έρθει), να διαχωρίσεις τη θέση σου και να τον παραδώσεις σε κάποιο ψυχιατρείο. Μην πτοείσαι από τις απειλές του. Τα άτομα αυτά τείνουν να είναι πολύ χειριστικά. Αυτό το γνωρίζεις από πρώτο χέρι. Και φυσικά μην τις παίρνεις στο σορολόπ γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε οι απειλές θα γίνουν πραγματικότητα.

Θα μπορούσα να πω κι άλλα όμως δεν είναι της ώρας. Καλή τύχη και ελπίζω να την βρεις την λύση.

Ανώνυμος είπε...

Αποκωδικοποίηση....: ψυχής (ψυχοD.N.A, ψυχογραφήσεις), σιωπής, θρησκειών,
μυθολογιών,.....
Σχηματοποίηση λόγου ("ποιημάτων" μου), κοσμογονία, θεογονία,....
URL : www.siopi.gr
Γεια....