
Συζήτηση επιπέδου:
- Ρα, επήες καμμιά φορά που ποτζί;
- Ναι ρα, επήα κάμποσες φορές
- Άτε ρε γαμώτοοοο…(συρτή η φωνή στην τελευταία συλλαβή…οοοοο). Θέλω τζ’ εγώ πολλά να πάω τζ’ εν ηβρίσκω κανέναν να με πάρει γαμώτο (χωρίς συρμό) τζιαί ο αρφός μου ούτε να ακούσει για ποτζί εν θέλει. Τζιαί επειδή εν μου δειά το αυτοκίνητο να πάω, εν επήα ποττέ μου.
- Κόρη εν πολλά καλά. Τζιαι γίνεται πάρσιμοοοο…(με συρμό), ππουουου, εν μπορείς να φανταστείς.
- Άτε ραααα…(με συρμό). Αλήθκειααα;
- Ναι ρα άμα σου λαλώ…Εν έσσιει καμμιά που επήε που ποτζί τζιαι εν επάρτηκε. Μόνο εγώ ρα έμεινα άπαρτη, ζαττίν εν η τύχη μου. Αλλά κόρη τζιαι που την άλλη, … όη τζιαι με Τούρκο.
- Εν ναι κόρη, όη τζιαι με Τούρκο. Είπαμε.. αλλά όη τζ’ έτσι. Αλλά ακουσα το τζι’ εγω που τις άλλες τες αδελφές ότι σσιλλογαμιούνται όποτε παν που ποτζί. Τζιαι μίσσιει μου οι Τούρτζιοι τζιαι εν’ επικίνδυνοι τζιαι βίλλους μπλε. Ε το κόρη μου, ούλλοι για τον βίλλο τελικά. Κσιάνουν τζιαι κυπριακά προβλήματα, τζιαι τούρτζικα τζ’ ότι θέλεις. … Αφού ρα εγνώρισα έναν μιτσή δαμέ (το δαμέ εννοείται το δασούδι), πολλά γλιτζίς αλλά τέλια καραπαθητικούρα τζιαι με τα πολλα εκάμαμε τζιαι λλίην παρέα. Λοιπον τζίνος είπε μου, μα εν γι’ αυτό που μ’αρεσε τζιόλας ο μιτσής, ότι πάει που ποτζί, φορεί έναν τάνγκα, μισοκατεβάζει το παντελόνι του ίσσια ίσσια να φανεί λλίον ο κώλος του τζιαί θωρείς τους πουσστότουρκους βουρούν που πίσω του σαν τες μούγιες πας το μέλι. Τρώει τζιαι στείννει ο μιτσής κάθε φορά που πάει που ποτζί. Τζ’ απ’ ότι λαλεί διαθετουν κάμποσην οι πουποτζί…
- Κορη εν τες ημπορώ τούντες μιτσιές πιόν. Εφκάλαν τζιαι το σσοινί τζιαι το παλλούτζι. Εμείς εν ήμαστουν έτσι ρα. Τέλος πάντων
- Κόρη, έσσιεις ορεξη να πάμε μαζί; Αναλαμβάνω εγώ τα έξοδα, μεν το σκέφτεσαι. Έτο έχω περιέργεια να δω ήνταλως ένει ρα. Ούλλη η Κύπρος επήε εκτός που μένα.
- Όη ρα τζ’ εσύ, με λαλείς πελλάρες. Έτο να πάμε να περάσουμε τη νύχτα μας τζιαι νάρτουμε πίσω πάλε. Εν ωραία, εννά σου αρέσει πολλά η Τζιερύνεια.
- Ρα όη να πάθουμε τίποτε όμως, α.
- Ε ρα νάσαι φρόνιμη; Να μεν πάεις τζιαι να σούζεσαι.
- Ρα εγώ σούζουμε ρα που να με σου κσανασηκωστεί μαλακισμένη.
- Ρα σσιίλα άμαν εσου εν σούζεσαι ποιά εν που σούζεται καλό ρα;
- Ποτε να πάμε κόρη;
- Κυριακή εν καλά;
- Πελλαμός!